-
1 захват
захват м η αρπαγή, η κατά ληψη ο σφετερισμός (присвоение) \захват власти η κατάληψη της εξουσίας* * *мη αρπαγή, η κατάληψη; ο σφετερισμός ( присвоение)захва́т вла́сти — η κατάληψη της εξουσίας
-
2 злоупотребление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > злоупотребление
-
3 булава
булаваж ист. τό σκήπτρο τοῦ κυβερ-νήτου τής Ουκρανίας, σύμβολο[ν] ἐξουσίας τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν κοζάκων. -
4 высота
высот||аж1. τό ὕψος, τό ψήλος:\высота иад уровнем мо́ря τό ὑψόμετρο, ὁ ὑψο-δείκτης· \высота полета ἀβ. τό ὑψος· πτήσης· набирать \высотау́ ἀβ. ἀνεβαίνω ψηλά· \высота тона τό ὕψος τῆς φωνής· в \высотае́ στά ὕψη· с \высотаы ἀπό τό ὕψος, ἐξ ὕψους·2. (возвышенность) τό ὑψωμα:горные высоты τά ὁρεινά ὕψη, τά κορφοβούνια· ◊ командные высоты τά ήνία τής ἐξουσίας· быть на \высотае положения εἶμαι (или στέκομαι) στό ὕψος τών περιστάσεων. -
5 захват
захватм ἡ ἀρπαγή, ἡ κατάληψη [-ις], ὁ σφετερισμός:\захват власти ἡ ἀρπαγή τῆς ἐξουσίας. -
6 злоупотребление
злоупотреб||ле́ниес ἡ κατάχρηση [-ις], ἡ ὑπέρ-βαση [-ις]:\злоупотреблениеление властью ἡ ὑπέρβαση ἐξουσίας. -
7 злоупотреблять
злоупотреб||лятьнесов κάνω κατάχρηση[-ιν], καταχρώμαι:\злоупотреблятьлять властью κα-ταχρώμαι τῆς ἐξουσίας· \злоупотреблятьлять добротой καταχρώμαι (или κάνω κατάχρηση) τῆς καλωσύνης. -
8 кормило
корми́л||ос книжн. τό πηδάλιο[ν], τό τιμόνι, ὁ ὁϊαξ, τό δοιάκι:быть у \кормилоа правления перен ἔχω τά ήνία τής ἐξουσίας. -
9 низложение
низложениес уст. ἡ ἀνατροπή / ὁ ἐκθρονισμός (монарха):\низложение власти ἡ ἀνατροπή τής ἐξουσίας. -
10 орган
орган Iм в разн. знач. τό ὄργανο[ν]:\органы пищеварения (чувств) τά πεπτικά (τά αἰσθητήρια) ὀργανα· внутренние \органы τά σπλά(γ)χνα· \органы государственной власти τά ὀργανα τής κρατικής ἐξουσίας· партийные и советские \органы τά κομματικά καί σοβιετικά ὀργανα.орган IIм муз. (τό ἐκκλησιαστικό) ὀργανο, τό ἀρμόνιο. -
11 превышение
превышениес ἡ ὑπέρβαση [-ις], ἡ ὑπερβολή, τό ξεπέρασμα:\превышение власти ἡ ὑπέρβαση τής ἐξουσίας· \превышение нормы τό ξεπέρασμα τής νόρμας. -
12 прерогатива
прерогатив||аж τό προνόμιο[ν], ἡ ἐξαιρετική δικαιοδοσία:\прерогативаы власти τά προνόμια τής ἐξουσίας. -
13 регалия
регалиямн. (ед. регалия ж)1. (символ монархической власти) уст.:царские \регалия τά σύμβολα τής βασιλικής ἐξουσίας (κορώνα, σκήπτρο κ.λ.π.)·2. (орден) τά παράσημα. -
14 установление
установлениес (действие) ὁ καθορισμός, ἡ ἐγκαθίδρυση [-ις], ἡ ἐγκατάσταση[-ις]/ ἡ ἐξακρἰβωση [-ις], ἡ διαπίστωση (выяснение):\установление границы ὁ καθορισμός τῶν συνόρων \установление власти ἡ ἐγκαθίδρυση τής ἐξουσίας· \установление отцовства ἡ ἐξακρίβωση τής πατρότητας· \установление факта ἡ διαπίστωση τοῦ γεγονότος. -
15 утверждение
утверждениес1. (санкционирование) ἡ ἐγκριση [-ις], ἡ ἐπικύρωση [-ις]:\утверждение закона ἡ ἐπικύρωση νόμου· \утверждение в должности ἡ ἐγκριση διορισμού, ὁ διορισμός· дать на \утверждение προτείνω γιά ἐγκριση·2. (укрепление) ἡ ἐδραΙωση [-ις], ἡ στερέωση [-ις]:\утверждение советской власти ἡ ἐδραίωση τής σοβιετικής ἐξουσίας·3. (высказывание) ὁ ἰσχυρισμός, ἡ γνώμη:это неправильное \утверждение δέν εἶναι σωστός αὐτός ἰσχυρισμός. -
16 регалии
[ριγκάλιι] ουσ. χληθ. τα σύμβολα της βασικής εξουσίας -
17 регалии
[ριγκάλιι] ουσ χληθ. τα σύμβολα της βασικής εξουσίας -
18 абрек
-а α.καυκάσιος αντάρτης κατά της τσαρικής εξουσίας. || ληστής. -
19 анархия
-и θ.αναρχία, ακυβερνησία, έλλειψη αρχής, εξουσίας. || έλλειψη συστηματικής οργάνωσης•анархия производства αναρχία παραγωγής, αταξία, ακαταστασία, χάος.
-
20 безвластие
-я ουδ.ακυβερνησία, ανυπαρξία εξουσίας.
См. также в других словарях:
ἐξουσίας — ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem acc pl ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek