-
1 εμήσαο
-
2 ἐμήσαο
-
3 μήδομαι
1 contrive, plan καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως (Er. Schmid: ἐμνήσατ, ἐμνήσαντ codd.) N. 10.64 ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι (Blass: μησθε codd. Dion. Hal.: ἐμήσαο Bergk) Pae. 9.1 c. dat., θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται, Ἱέρων, μερίμναισιν takes thought for O. 1.106 c. acc. cogn., Ἱέρων ἄρτια μηδόμενος with fitness of counsel O. 6.94 c. acc. & inf., ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι (sc. Χάρις) O. 1.31
См. также в других словарях:
ἐμήσαο — μήδομαι to be minded aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)