-
1 εκλεκτός
εκλεκτός, -ή, -όизбранный:πολλοί γαρ εισίν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί (Ματθ. 22, 14) — много званых, а мало избранных (Мф. 22, 14) ;
ΦΡ.εκλεκτός λαός ο — избранный народ, Израиль (см. λαός), народ Божий, избранные Божии:Ενδύσασθε ουν, ως εκλεκτοί του θεού άγιοι και ηγαπημένοι (Κολ. 3, 12) — Итак облекитесь, как избранные Божии, святые и возлюбленные (Кол. 3, 12)
Этим.< дргр. εκλέγω «выбирать, отбирать» -
2 εκλεκτος
3избранный, отборный(τῶν ψιλῶν ἐκλεκτοί Thuc.; τὸ τῶν ἐκλεκτῶν δικαστήριον Plat.; πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί NT.)
-
3 ἐκλεκτός
ἐκλεκτός, ή, όν отборный, избранный -
4 εκλεκτός
η, ό[ν]1) выбранный, отобранный, избранный;εκλεκτά έργα — избранные сочинения;
2) отборный, превосходный, отличный; избранный, изысканный;εκλεκτά προϊόντα — отличная продукция;
εκλεκτή κοινωνία — избранное общество;
εκλεκτός επιστήμων — выдающийся учёный;
φαγητά — изысканные блюдаεκλεκτός2/2ο, εκλεκτή η избранник, -ца;οι εκλεκτοί — избранные;
οι εκλεκτοί τού λάου — избранники народа
-
5 ἐκλεκτός
{прил., 23}избранный, отобранный.Ссылки: Мф. 20:16; 22:14; 24:22, 24, 31; Мк. 13:20, 22, 27; Лк. 18:7; 23:35; Рим. 8:33; 16:13; Кол. 3:12; 1Тим. 5:21; 2Тим. 2:10; Тит. 1:1; 1Пет. 1:2; 2:4, 6, 9; 2Ин. 1:1, 13; Откр. 17:14. LXX: 977 ( רחבּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐκλεκτός
-
6 εκλεκτός
{прил., 23}избранный, отобранный.Ссылки: Мф. 20:16; 22:14; 24:22, 24, 31; Мк. 13:20, 22, 27; Лк. 18:7; 23:35; Рим. 8:33; 16:13; Кол. 3:12; 1Тим. 5:21; 2Тим. 2:10; Тит. 1:1; 1Пет. 1:2; 2:4, 6, 9; 2Ин. 1:1, 13; Откр. 17:14. LXX: 977 ( רחבּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εκλεκτός
-
7 ἐκλεκτός
избранный, отобранный; LXX: (בּחר).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐκλεκτός
-
8 ἐκλεκτός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐκλεκτός
-
9 εκλεκτός
[зклэкгос] επ отборный. -
10 συνεκλεκτος
-
11 εκλεχτός
η, ό см. εκλεκτός -
12 1588
{прил., 23}избранный, отобранный.Ссылки: Мф. 20:16; 22:14; 24:22, 24, 31; Мк. 13:20, 22, 27; Лк. 18:7; 23:35; Рим. 8:33; 16:13; Кол. 3:12; 1Тим. 5:21; 2Тим. 2:10; Тит. 1:1; 1Пет. 1:2; 2:4, 6, 9; 2Ин. 1:1, 13; Откр. 17:14. LXX: 977 ( רחבּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1588
См. также в других словарях:
ἐκλεκτός — picked out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλεκτός, -ή — ό 1. διακεκριμένος, ξεχωριστός, διαλεχτός: Είναι εκλεκτός επιστήμονας. 2. που με εκλογή πήρε το αξίωμά του: Ο πρωθυπουργός είναι ο εκλεκτός του λαού. 3. το αρσ. ως ουσ., εκλεκτός ο υποδεκανέας του ιππικού (παλιότερα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκλεκτός — και εκλεχτός, ή, ό (AM ἐκλεκτός, ή, όν) 1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός 2. αυτός που εκλέχθηκε σ ένα αξίωμα 3. εξαιρετικής ποιότητας 4. ως ουσ. οι εκλεκτοί αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι τού θεού («πολλοὶ κλητοὶ … Dictionary of Greek
ἐκλεκτά — ἐκλεκτός picked out neut nom/voc/acc pl ἐκλεκτά̱ , ἐκλεκτός picked out fem nom/voc/acc dual ἐκλεκτά̱ , ἐκλεκτός picked out fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτότερον — ἐκλεκτός picked out adverbial comp ἐκλεκτός picked out masc acc comp sg ἐκλεκτός picked out neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτῶν — ἐκλεκτός picked out fem gen pl ἐκλεκτός picked out masc/neut gen pl ἐκλεκτόω to be separated pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐκλεκτόω to be separated pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐκλεκτόω to be separated pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτόν — ἐκλεκτός picked out masc acc sg ἐκλεκτός picked out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκταῖς — ἐκλεκτός picked out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκταί — ἐκλεκτός picked out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτοτέρους — ἐκλεκτός picked out masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτοῖς — ἐκλεκτός picked out masc/neut dat pl ἐκλεκτόω to be separated pres opt act 2nd sg ἐκλεκτόω to be separated pres subj act 2nd sg ἐκλεκτόω to be separated pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)