-
1 αριστερος
31) левый(ὦμος, ἵππος Hom.; τὸ ἀριστερὸν τοῦ οὐρανοῦ Arst.)
2) роковой, зловещий(ὄρνις Hom.). - см. тж. ἀριστερά I и II
-
2 ἀριστερός
ἀριστερός, ά, όν левый; предвещающий несчастье (ant. δεξιός) (ср. ευώνυμος) -
3 αριστερός
η, ό [ά, όν ] 1. в разн. знач левый;αριστερός άνθρωπος — а) левши; — б) полит, левый;
αριστερή παράταξη — левое крыло (в парламенте, партии);
§ γάμος εξ αριστεράς χειρός — морганатический брак;
2.:η αριστερά левая рука;η άκρα αριστερά — крайняя левая партия, коммунистическая партия;
η φράξια ( — или η παράταξη) των αριστερων — фракция левых;
η αριστερά а) левые партии; б) левое крыло парламента -
4 ἀριστερός
{прил., 3}Ссылки: Мф. 6:13; Лк. 23:33; 2Кор. 6:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀριστερός
-
5 αριστερός
{прил., 3}Ссылки: Мф. 6:13; Лк. 23:33; 2Кор. 6:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αριστερός
-
6 ἀριστερός
левый; перен. оружие для защиты, носимое в левой руке.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀριστερός
-
7 ἀριστερός
3 левый
- ἐξ ἀριστερῶς -
8 αριστερός
[аристэрос] επ левый. -
9 ευωνυμος
I2[ὄνυμα = ὄνομα См. ονομα]1) имеющий славное имя, славный, почтенный(Ἀστερίη Hes.; πατέρες Pind.)
2) звучащий как хорошее предзнаменование или приятно звучащий(ἀριστοκρατία Plat.; λόγος Luc.)
3) euphem. (= ἀριστερός См. αριστερος) левый(ὠλένη Soph.; κέρας Her., Plut.; τόπος Plat.; πούς NT.)
ἐξ εὐωνύμου (χειρός) Her. и ἐξ εὐωνύμων NT. — слева;4) euphem. зловещий(οἰωνοί Aesch.)
IIὅ бересклет (Euonymus Europaeus L.) Plin. -
10 επαριστερος
21) находящийся слеваτὰ ἐπαρίστερα, v. l. τὰ ἐπ΄ ἀριστερά (sc. μέρη) Her. — левая часть
2) неловкий, неумелый, неуклюжий Arst., Diod., Plut. -
11 λαιος
-
12 ορνις
ὅ и ἥ ( в двухсложных формах ῐ и ῑ, в трехсложных - ῑ)(gen. ὄρνῑθος - дор. ὄρνῑχος, dat. ὄρνιτι, acc. ὄρνῑθα и ὄρνιν - дор. ὄρνιχα; pl.: ὄρνῑθες и ὄρνεις - дор. ὄρνιχες, gen. ὄρνεων - дор. ὀρνίχων, dat. ὄρνισι - дор. ὄρνιξιν и ὀρνίχεσσι, acc. ὄρνιθας, ὄρνεις и ὄρνις)
1) птицаὄ. αἰγυπιός Hom. — коршун;
κύκνος ὄ. Eur. — лебедь;ὀρνίθων γάλα Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое счастье;Μοισᾶν ὄρνιχες Theocr., — птицы Муз, т.е. поэты;2) (= οἰωνός См. οιωνος) вещая птицаδεξιὸς ὄ. Hom. — птица, предвещающая успех;
ἀριστερὸς ὄ. Hom. — зловещая птица3) знамение, предзнаменование, примета -
13 ώμος
ο плечо;δεξιός (αριστερός) ώμος — правое (левое) плечо;
σηκώνω (или υψώνω) τούς ώμους пожать плечами;επ' -
14 δεξιός
δεξιός, ά, όν правый (ant. ἀριστερός) -
15 710
{прил., 3}Ссылки: Мф. 6:13; Лк. 23:33; 2Кор. 6:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 710
См. также в других словарях:
αριστερός, -ή — και ά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται στο μισό του ανθρώπινου σώματος όπου υπάρχει η καρδιά: Χτύπησα το αριστερό μου χέρι, πόδι κτλ. 2. αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι εκείνου που βλέπει: Καθώς πήγαινα τον είδα να στέκεται στο αριστερό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀριστερός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
ἀριστερά — ἀριστερός left neut nom/voc/acc pl ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc/acc dual ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερωτέρων — ἀριστερός left fem gen comp pl ἀριστερός left masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερῶν — ἀριστερός left fem gen pl ἀριστερός left masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερόν — ἀριστερός left masc acc sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερώτατον — ἀριστερός left masc acc superl sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστερίζω — [αριστερός] αποκλίνω προς τα αριστερά, ακολουθώ αριστερές πολιτικές ιδέες και κοινωνιολογικές αρχές … Dictionary of Greek
ἀριστεραῖς — ἀριστερός left fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεραί — ἀριστερός left fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)