Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ἀπειλή

  • 1 απειλή

    [алили] ουσ. Θ. угроза,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απειλή

  • 2 угроза

    θ.
    1. απειλή, φοβέρισμα, φοβέρα, φόβισμα•

    действовать -ами δρω (ενεργώ) με απειλές•

    делать -ы απειλώ, φοβερίζω•

    пустая — κούφια φοβέρα, κενή απειλή, άσφαιρη απειλή.

    2. επικείμενος κίνδυνος, φάσμα-- войны απειλή πολέμου•

    страшная угроза τρόμος, τρομάρα.

    Большой русско-греческий словарь > угроза

  • 3 угроза

    1. (возможность возникновения чего-л опасного, неприятного) о κίνδυνος, η απειλή 2. (обещание причинить какое-л. зло) η απειλή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угроза

  • 4 угроза

    угроза ж 1) η απειλή 2) (опасность) о κίνδυνος
    * * *
    ж
    1) η απειλή
    2) ( опасность) ο κίνδυνος

    Русско-греческий словарь > угроза

  • 5 угроза

    угроз||а
    ж ἡ ἀπειλἡ, ἡ φοβέρα/ ὁ κίνδυνος (опасность):
    \угроза войны ἡ ἀπειλή πολέμου· действовать \угрозаами ἐνεργώ μέ ἀπειλές· под \угрозаой чего-л. ὑπό τήν ἀπει-λήν ставить под \угрозау ἀπειλώ· прибегать к \угрозаам καταφεύγω σέ ἀπειλές.

    Русско-новогреческий словарь > угроза

  • 6 угроза

    [ουγκρόζα] ουσ. θ. απειλή

    Русско-греческий новый словарь > угроза

  • 7 угроза

    [ουγκρόζα] ουσ θ απειλή

    Русско-эллинский словарь > угроза

  • 8 вот

    (μόριο)
    1. δεικτ. να, ιδού, ιδές, δες (για πλησίον αντικείμενα)•

    вот наш дом να το σπίτι μας•

    вот это να αυτό, αυτό δα•

    вот он идет να τος έρχεται•

    дайте мне вот это δόστε μου να αυτό•

    вот и я νάμαι (κι εγώ).

    2. (για συμπέρασμα) να• вот (и;) να (και)•

    вот и все αυτό ηταν όλο, τέλος, αυτά είχα να σας πω.

    3. (Με αναφώνηση)• να, (ι)δές•

    вот вздор! να ανοησία!•

    и (για απρόοπτο, δυσάρεστο)•

    вот как! να πως!•

    вот что! να τι!•

    вот и отлично! ωραία! θαυμάσια! περίφημα! (τα κατάφερες).

    εκφρ.
    вот еще! – ωρίστε μας! να τα μας! αυτό μας έλειπε ακόμα! (για ασυμφωνία)•
    вот так... – να έτσι.... (περιφρονητικά ή για αρνητική εκτίμηση)•
    вот я тебя, его, ихκ.τ.τ. (απειλή) θα σου,του, τους δείξω, θα (ι)δείς...• вот тебе να πάρ’ τηνε, άρπαχ’την (δαρμός).

    Большой русско-греческий словарь > вот

  • 9 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 10 гроза

    θ., πλθ. грозы.
    1. αστραπόβροντο, αστροπελέκι. || μτφ. γεγονότα θυελλώδη, συνταρακτικά, κοινωνικό τράνταγμα, μπόρα.
    2. δυστυχία, κακό• κίνδυνος.
    3. τρόμος, φόβητρο•

    он был -ого нашего района αυτός ήταν το φόβητρο της περιοχής μας.

    4. (απλ.) απειλή, φοβέρα.

    Большой русско-греческий словарь > гроза

  • 11 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 12 каша

    θ.
    1. χυλός, ηουρκούτι, κάσια•

    молочная каша κουρκουτόγαλα•

    манная каша χυλός με σιμιγδάλι•

    гречневая каша πληγούρι από μαυρο-σίταρο•

    рисовая каша χυλός από ρύζι.

    2. πολτός, μάζα•

    после дождя дорога превратилась в какую-то грязную -у μετά τις βροχές οι λάσπες στο δρόμο έγιναν σαν κουρκούτι.

    3. μτφ. ανακατωσούρα, σύγχυση, κυκεώνας•

    у него каша в голове το μυαλό του κουρκούτιασε.

    εκφρ.
    каша во рту у кого – κουρκούτι έχει στο στόμα, είναι ακατάληπτος•
    заварить -у – εξυφαίνω, μαγειρεύω•
    каша во рту – δυσκατάληπτη προφορά•
    расхлёбывать -у – τα ξεμπερδεύω•
    берзовая каша – βέργα, βίτσα, αγία ράβδος (ως μέσο τιμωρίας)•
    накормить берзовой -ей – βιτσίζω, πέφτει η αγία ράβδος•
    мало -и ел – είναι άπειρος ακόμα, πρέπει να φάει πολλά καρβέλια ακόμα•
    просят -и – (για υποδήματα κ.τ.τ.) είναι τρύπια (παρομοίωση των οπών με ανοιχτά στόματα)•
    - и маслом не испортишь – η αφθονία αγαθών δε ζημιώνει•
    с -ей съем – (απειλή) θα τον φάω (θα τον σκοτώσω).

    Большой русско-греческий словарь > каша

  • 13 кузькин

    -а, -о, επ. показать -у мать (απλ.) θα σου δείξω εγώ (από που κρατάει η σκούφια σου), απειλή.

    Большой русско-греческий словарь > кузькин

  • 14 мокрый

    επ., βρ: мокр, мокра, мокро υγρός, νοτερός, μουσκεμένος, βρεγμένος. || βροχερός•

    погода -ая καιρός βροχερός.

    εκφρ.
    -ое место останется от кого; -го места не останется от кого – δε θα μείνει τίποτε (απειλή).

    Большой русско-греческий словарь > мокрый

  • 15 наплясаться

    -яшусь, -яшешься
    ρ.σ. χορεύω πολύ.
    εκφρ.
    ты (он, выκ.τ.τ.,) (у меня) -ешься (απειλή) θα σε κάνω να χορέψεις στο ταψί.

    Большой русско-греческий словарь > наплясаться

  • 16 но

    но 1
    σύνδ.
    1. όμως, αλλά, μα•

    он богат, но скуп αυτός είναι πλούσιος, όμως τσιγκούνης•

    он худ но силён είναι ισχνός, όμως δυνατός.

    || εν τούτοις, παρ όλ αυτά, παρά ταύτα.
    2. ως ουσ. το όμως, το αλλά, το μα•

    тут есть одно но εδώ υπάρχει ένα „όμως(εμπόδιο).

    но 2
    επιφ. παρορμητικό• (για άλογα κλπ.)• ντε•

    но сатана ντε, διάβολε.

    || но-но (προειδοποίηση με απειλή) πως-πως, τι-τι (πρόσεχε).

    Большой русско-греческий словарь > но

  • 17 острастка

    θ.
    απειλή, φοβέρα, -ρισμα, εκφοβισμός•

    наказать для -и τιμωρώ για εκφοβισμό•

    дать -у εκφοβίζω.

    Большой русско-греческий словарь > острастка

  • 18 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 19 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 20 попробовать

    ρ.σ.
    βλ. пробовать.
    προστκ. попробуй δοκίμασε (ως απειλή).

    Большой русско-греческий словарь > попробовать

См. также в других словарях:

  • ἀπειλή — boastful promises fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… …   Dictionary of Greek

  • ἀπειλῇ — ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 2… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειλή — η φοβέρισμα, εκφοβισμός: Άφησε τις απειλές και άρχισε τις υποσχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπειλῆι — ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλαῖς — ἀπειλή boastful promises fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλαί — ἀπειλή boastful promises fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλᾷ — ἀπειλή boastful promises fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλήν — ἀπειλή boastful promises fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»