-
1 ανέχομαι
-
2 ἀνέχομαι
{с.гл., 15}терпеть, переносить, сдерживаться, снисходить, выслушивать жалобу.Ссылки: Мф. 17:17; Мк. 9:19; Лк. 9:41; Деян. 18:14; 1Кор. 4:12; 2Кор. 11:1, 4, 19, 20; Еф. 4:2; Кол. 3:13; 2Фес. 1:4; 2Тим. 4:3; Евр. 13:22. LXX: 662 ( קפא).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνέχομαι
-
3 ανέχομαι
{с.гл., 15}терпеть, переносить, сдерживаться, снисходить, выслушивать жалобу.Ссылки: Мф. 17:17; Мк. 9:19; Лк. 9:41; Деян. 18:14; 1Кор. 4:12; 2Кор. 11:1, 4, 19, 20; Еф. 4:2; Кол. 3:13; 2Фес. 1:4; 2Тим. 4:3; Евр. 13:22. LXX: 662 ( קפא).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανέχομαι
-
4 ἀνέχομαι
ἀν|έχομαι aor. ἠνεσχόμην выдерживать, выносить -
5 ανέχομαι
[анэхомэ] ρ терпеть, допускать. -
6 ηνέχθην
αόρ. от ανέχομαι -
7 προσβολή
η1) оскорбление, обида;βαρεία ( — или μεγάλη) προσβολ — тяжёлое оскорбление;
προσβολή της τιμής (των ηθών) — оскорбление чести (нравов);
υφίσταμαι προσβολή — подвергаться оскорблению;
ανέχομαι προσβολές — терпеть обиды;
καταπίνω τη προσβολή — проглотить обиду;
αυτό δεν είναι προσβολή — это не оскорбительно;
τί προσβολ! — какое оскорбление!;
2) атака, нападение;υφίσταμαι προσβολή — подвергаться нападению;
3) воен, поражение (цели);4) мед. поражение;η προσβολή τού οργανισμού (τού νεφρού) — поражение организма (почки);
5) мед. приступ, атака;καρδιακή προσβολ — сердечный приступ;
εγκεφαλική προσβολ — инсульт;
6) юр. оспаривание законности (чего-л.), требование об аннулировании (чего-л.);η προσβολή της διαθήκης — требование пересмотра завещания;
7) галоп (лошади) -
8 430
{с.гл., 15}терпеть, переносить, сдерживаться, снисходить, выслушивать жалобу.Ссылки: Мф. 17:17; Мк. 9:19; Лк. 9:41; Деян. 18:14; 1Кор. 4:12; 2Кор. 11:1, 4, 19, 20; Еф. 4:2; Кол. 3:13; 2Фес. 1:4; 2Тим. 4:3; Евр. 13:22. LXX: 662 ( קפא).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 430
См. также в других словарях:
ανέχομαι — ανέχομαι, ανέχτηκα και ανέχθηκα βλ. πίν. 32 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανέχομαι — (ΑΝ) βλ. ανέχω … Dictionary of Greek
ανέχομαι — ανέχτηκα 1. υπομένω, υποφέρω: Απορώ πώς ανέχεσαι τη συμπεριφορά του. 2. συχωρώ, παραβλέπω: Η σημερινή κοινωνία ανέχεται την υποκρισία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνέχομαι — ἀνέχω hold up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέχομ' — ἀνέχομαι , ἀνέχω hold up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέχω — ἀνέχω (AM) [ανέχομαι (AM ἀνέχομαι)] Ι. ενεργ. υποβαστάζω, συγκρατώ αρχ. 1. σηκώνω, ανασηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά 2. υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ 3. αναχαιτίζω, ανακόπτω 4. ανεβαίνω, αναδύομαι, εμφανίζομαι 5. (για γεγονότα) συμβαίνω 6. βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
MAGNA Dies — apud Ioannem c. 19. v. 31. ubi de Parasceve, Η῏ν γὰρ μεγάλη ἡ ἠμέρα ἐκείνου τοῦ ςαββάτου, Erat enim magna dies illius Sabbathi, nihil aliud quam Festum notat: non vero praerogativam aliquam Parasceves prae reliquis necessariô infert, ut quidam… … Hofmann J. Lexicon universale
άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek