-
1 ἀνθρώπειος
A human, opp. θεῖος, Heraclit.78;τὰ-ήϊα Democr. 37
;ἀνθρωπηΐη φωνή Hdt.2.55
;ἡ ἀ. φύσις Id.3.65
, al.;ἀ. σῶμα Canthar.3D.
,ἀ τι παθεῖν IG5(1).1208.52
([place name] Gythium);ἀ. πήματα
such as man is subject to,A.
Pers. 706; ἀ. ψόγος reproach of men, Id.Ag. 937;τέχνη ἀ. Th.2.47
; ἀνθρωπήϊα πρήγματα human affairs, Hdt.1.32, cf. Pl.Prm. 134e;τὰ ἀ. A.Fr. 159
, Pl.Phd. 89e;ἅπαντα τἀ. S.Aj. 132
, Antiph.240b, etc.; τὸ ἀ. mankind, human nature,πέφυκε τὸ ἀ. ἄρχειν τοῦ εἴκοντος Th.4.61
, cf. 5.105.2 human, suited to man, within man's powers,ἡ ἀ. εὐδαιμονίη Hdt.1.5
; ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀ. not for man to attempt, Pl.Prt. 344c;ὅσα γε τἀ.
in all human probability,Id.
Cri. 47a; κατὰ τὸ ἀ. (v.l. -πινον) Th.1.22.3 human, opp. mythical,ἡ ἀ. λεγομένη γενεή Hdt.3.122
.4 ἀνθρωπείους ἡμέρας· τὰς ἀποφράδας (Rhod.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρώπειος
См. также в других словарях:
ημετέρειος — ἡμετέρειος, ον (Α) ημεδαπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, ταρτάρ ειος)] … Dictionary of Greek
κτήνειος — κτήνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, κύκν ειος)] … Dictionary of Greek