Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἀνδρεία

  • 1 мужество

    мужество с η ανδρεία, η παλικαριά* проявить \мужество δείχνω ανδρεία
    * * *
    с
    η ανδρεία, η παλικαριά

    прояви́ть му́жество — δείχνω ανδρεία

    Русско-греческий словарь > мужество

  • 2 доблесть

    доблесть
    ж ἡ ἀνδρεία, ἡ γενναιό-τητα [-ης] / ὁ ἡρωισμός (геройство):
    воинская \доблесть ἡ στρατιωτική ἀνδρεία· проявлять \доблесть δείχνω ἀνδρεία.

    Русско-новогреческий словарь > доблесть

  • 3 излишек

    изли́ш||ек
    м
    1. (избыток) τό περίσσευμα, τό πλεόνασμα:
    с \излишекком μέ τό παραπάνω· этого хватит с \излишекком αὐτό φθάνει μέ τό παραπάνω·
    2. (лишнее) τό περιττό[ν]:
    \излишек храбрости ἡ ὑπέρμετρη ἀνδρεία \излишеке-ство с ἡ ὑπερβολή, ὁ πλεονασμός.

    Русско-новогреческий словарь > излишек

  • 4 мужество

    мужество
    с ἡ ἀνδρεία, ἡ ἀντρειωσύνη, ἡ παλληκαριά, ἡ γενναιότητα.

    Русско-новогреческий словарь > мужество

  • 5 отвага

    отвага
    ж ἡ ἀνδρεία, ἡ γενναιότης, ἡ ἀνδραγαθία, ἡ παλληκαριά.

    Русско-новогреческий словарь > отвага

  • 6 уступать

    уступать
    несов, уступить сов
    1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:
    \уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·
    2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:
    \уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·
    3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:
    \уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·
    4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:
    не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι.

    Русско-новогреческий словарь > уступать

  • 7 храбрость

    храбр||ость
    ж ἡ παλληκαριά, ἡ ἀνδρεία, ἡ γενναιοτητα [-ης].

    Русско-новогреческий словарь > храбрость

  • 8 отвага

    [ατβάγκα] ουσ. θ. ανδρεία, γενναιότητα

    Русско-греческий новый словарь > отвага

  • 9 отвага

    [ατβάγκα] ουσ θ ανδρεία, γενναιότητα

    Русско-эллинский словарь > отвага

  • 10 вдохнуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.μ.
    1. εισπνέω, ανασαίνω•

    вдохнуть свежий воздух εισπνέω φρέσκον αέρα.

    2. εμφυσώ, εμβάλλω•

    вдохнуть мужество в бойцов εμφυσώ την ανδρεία στους μαχητές (εμψυχώνω).

    Большой русско-греческий словарь > вдохнуть

  • 11 излишек

    -шка α.
    1. περίσσευμα, πλεόνασμα•

    отнять излишек αφαιρώ το περίσσευμα•

    сдача -ов παράδοση πλεονασμάτων.

    2. αφθονία, πληθώρα. || το υπέρμετρο•

    излишек храбрости υπέρμετρη ανδρεία.

    εκφρ.
    с -ом – με το παραπάνω•
    нам то хватит с -ом – εμάς αυτό μας φτάνει και περισσεύει.

    Большой русско-греческий словарь > излишек

  • 12 отвага

    θ.
    ανδρεία, γενναιότητα,τολμηρότητα, παλικαριά.

    Большой русско-греческий словарь > отвага

  • 13 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 14 превзойти

    -ойду, -ойдшь, παρλθ. χρ. превзошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. превзошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превзойденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. превзойдя ρ.σ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι-ανώτερος•

    превзойти всех силою, мужеством ξεπερνώ όλους στη δύναμη, στην ανδρεία•

    доходы -шли расходы τα έσοδα ξεπέρασαν τα έξοδα•

    это -шло все мой ожидания αυτό ξεπέρασε όλες μου τις προσδοκίες.

    εκφρ.
    превзойти (самого) себя – κάνω παραπάνω απ ό,τι περίμενα,ξεπερνώ τις προσδοκίες μου.

    Большой русско-греческий словарь > превзойти

  • 15 проявить

    -влю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (επι)δείχνω• εκδηλώνω, φανερώνω•

    проявить храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία•

    проявить героизм δείχνω ηρωισμό•

    проявить желание εκδηλώνω επιθυμία.

    2. (φωτογρ.) εμφανίζω.
    εκφρ.
    проявить себя – δείχνω τον εαυτό μου, φανερώνομαι.
    1. (επι)δείχνομαι, εκδηλώνομαι• φανερώνομαι.
    2. φωτογρ.) εμφανίζομαι.
    3. παλ. παρουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > проявить

  • 16 удаль

    θ.
    γενναιότητα, ανδρεία, παλικαριά• λεβεντιά.

    Большой русско-греческий словарь > удаль

См. также в других словарях:

  • ἀνδρεία — ἀνδρείᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc/acc dual ἀνδρείᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱ , ἀνδρεῖος of fem nom/voc/acc dual ἀνδρείᾱ , ἀνδρεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρείᾳ — ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρεῖα — of neut nom/voc/acc pl ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδρεία — Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε… …   Dictionary of Greek

  • ανδρεία — η παλικαριά: Η ανδρεία δε δείχνεται μονάχα στον πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνδρείας — ἀνδρείᾱς , ἀνδρεία may fem acc pl ἀνδρείᾱς , ἀνδρεία may fem gen sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱς , ἀνδρεῖος of fem acc pl ἀνδρείᾱς , ἀνδρεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνδρείαι — ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνδρεῖα — ἀνδρεῖα , ἀνδρεῖα of neut nom/voc/acc pl ἀνδρεῖα , ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρείαι — ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρείαν — ἀνδρείᾱν , ἀνδρεία may fem acc sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱν , ἀνδρεῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρίαι — ἀνδρεία may fem nom/voc pl ἀνδρίᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»