-
1 αμηχανώτεροι
-
2 ἀμηχανώτεροι
-
3 εὖ-μήχανος
εὖ-μήχανος, gewandt, bes. im Ersinnen von Mitteln u. Wegen, um Etwas auszuführen, erfindungsreich, u. von Sachen, sinnreich, mit Kunst erdacht; εὐμήχανοι καὶ τέλειοι heißen die Eumeniden Aesch. Eum. 359; ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων, sinnreiche Auswege, Ar. Equ. 759; πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας λέγονται Plat. Rep. X, 600 a, vgl. Prot. 344 d; τῶν δ' ἀργίων ὀρνίϑων οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι, Arist. H. A. 9, 11; Sp., ἐν ταῖς ἐπινοίαις D. Sic. 20, 92; λόγοι Luc.; auch c. gen., ἁλίων ἔργων Opp. Hal. 4, 593, wie Plat. Crat. 408 b; τὸ περὶ τὰς ἐνεργείας εὐμήχανον, = εὐμηχανία, Plut. Symp. 7, 1, 3. – Adv., εὐμηχάνως δόρυ πεποιημένον, sinnreich, kunstreich, Plut. Pericl. 31; a. Sp.
См. также в других словарях:
ἀμηχανώτεροι — ἀμήχανος without means masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμήχανος — η, ο (ΑΜ εὐμήχανος, ον Α δωρ. τ. εὐμάχανος, ον) (για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ ἀμηχανώτεροι» άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση τής ζωής, άλλοι δε… … Dictionary of Greek