-
1 αμηχανώτεροι
-
2 ἀμηχανώτεροι
См. также в других словарях:
ἀμηχανώτεροι — ἀμήχανος without means masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμήχανος — η, ο (ΑΜ εὐμήχανος, ον Α δωρ. τ. εὐμάχανος, ον) (για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ ἀμηχανώτεροι» άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση τής ζωής, άλλοι δε… … Dictionary of Greek