-
1 αλλαγη
дор. ἀλλᾰγά ἥ1) перемена, смена, замена, изменениеἐν ἀλλαγᾷ λόγου Aesch. — с изменением известия, т.е. если это известие окажется ложным;
ἀλλαγᾷ βίου Soph. — в силу житейских превратностей;ἥ κατὰ τόπον ἀ. Arst. — перемена места, перемещение2) (торговый) обмен, (товарное или денежное) обращение Plat.δι΄ ἀλλαγῆς Arst. — в порядке обмена
3) pl. взаимоотношения(πρὸς ἀλλήλους Arst.)
-
2 αλλαγή
ἀλλάσσωmake other than it is: aor subj pass 3rd sgἀλλαγήchange: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 ἀλλαγῇ
ἀλλάσσωmake other than it is: aor subj pass 3rd sgἀλλαγήchange: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 αλλαγή
-
5 ἀλλαγή
-
6 ἀλλαγή
ἀλλαγή, ὴ, Vertauschung, Tausch, λόγου Aesch. Ag. 469; βίου, Veränderung, Soph. O. R. 1205; Tauschhandel, Handelsverkehr, Plat. Rep. II, 371 b; νόμισμα ἀλλαγῆς ἕνεκα τῆς καϑ' ὴμέραν Legg. V, 742 a; vgl. Arist. Eth. 5, 5; Pol. öfter; ἀργυρίου ἀλλ., Geldwechsel, κόλλυβος, Poll.; Wechsel übh., z. B. der Pferde, u. dah. neue Station, Sp.
-
7 ἀλλαγή
ἀλλαγή, ἀλλαγίη, Vertauschung, Tausch; Veränderung; Tauschhandel, Handelsverkehr; Geldwechsel, Wechsel übh., z. B. der Pferde, u. dah. neue Station -
8 ἀλλαγή
ἀλλαγή, ῆς, ἡ (Aeschyl. et al.; pap; Wsd 7:18; Just., A I, 23, 2; Ath. 22, 3; Theoph. Ant. 1, 6 [p. 70, 1]; DELG I 64 s.v. ἄλλος) a change τὰς τῶν καιρῶν ἀλλαγὰς καταδιαιρεῖν make a distinction betw. the changes of the seasons Dg 4:5 (cp. Wsd 7:18; SibOr 2, 257). -
9 αλλαγή
-
10 αλλαγή
η του χρόνουJahreswechsel m -
11 αλλαγή
[аллаги] ουσ. Θ. перемена, замена,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλλαγή
-
12 ἀλλαγή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Wis 7,18 -
13 αλλαγή
[аллаги] ουσ θ перемена, замена. -
14 ἀλλαγή
A change, A.Ag. 482, etc.;ἀλλαγᾷ βίου S.OT 1206
; η κäτὰ τόπον ἀ. Arist. Spir. 485a22;ἀ. θεῶν Plu.2.166d
.II exchange, barter, buying and selling, Pl.R. 371b, Arist.EN 1133a19, Pol. 1257a13; pl., διὰ τὰς ἀ. for purposes of exchange, ib. 1280a35.2 agio, whether premium or discount, Peripl.M.Rubr.49, PEleph.14.10 (iii B. C.), PTeb99.2 (ii B. C.), BGU1194.17 (i B. C.), etc.III later, change of post-horses, stage, Eust.531.21, cf. POxy.1863.5, etc. -
15 αλλαγή
cменаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αλλαγή
-
16 αλλαγή
değişim, değiştirme -
17 αλλαγή
1) changement2) modification -
18 αλλαγή
výměna -
19 αλλαγή
switchΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αλλαγή
-
20 παρ-εν-αλλαγή
παρ-εν-αλλαγή, ἡ, Umänderung, Galen.
См. также в других словарях:
ἀλλαγή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαγή — η 1. μεταβολή, μετατροπή: Έκανε αίτηση για αλλαγή του επωνύμου του. 2. αντικατάσταση φρουράς: Δεν έγινε ακόμη αλλαγή φρουράς. 3. καθαρισμός και επίδεση πληγής: Πηγαίνω μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο για αλλαγή. 4. μετακίνηση σε άλλο κλίμα: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
ἀλλαγῇ — ἀλλάσσω make other than it is aor subj pass 3rd sg ἀλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
ἀλλαγαῖς — ἀλλαγή change fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγαί — ἀλλαγή change fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγᾷ — ἀλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῆς — ἀλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγήν — ἀλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῶν — ἀλλαγή change fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)