-
1 истинный
истинный αληθινός, γνήσιος* \истинныйая правда η καθαρή αλήθεια* * *αληθινός, γνήσιοςи́стинная пра́вда — η καθαρή αλήθεια
-
2 подлинный
подлинный γνήσιος, πρωτότυπος· αληθινός (действительный)* * *γνήσιος, πρωτότυπος; αληθινός ( действительный) -
3 правдивый
-
4 истинный
и́стин||ныйприл ἀληθινός, ἀληθής, γνήσιος, πραγματικός:\истинныйный смысл τό ἀληθινό νόημα· \истинныйная правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \истинныйное положение вещей ἡ πραγματική κατάσταση· \истинныйный друг ὁ ἀληθινός φίλος. -
5 действительный
1. (реальный) πραγματικός, αληθινός 2. (имеющий силу) έγκυρος 3. (залог) (грам) η ενεργητική διάθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > действительный
-
6 правильный
1. (основанный на правилах) σωστός, ορθός 2. (соответствующий правилам, установленному порядку, требованиям) κανονικός, σωστός 3 (верный, истинный, соответствующий действительности, точный, безошибочный) πραγματικός, αληθινός, γνήσιος 4 (соответствующий действительным потребностям, приводящий к нужным результатам) πραγματικός, σωστός 5. (равномерный, ритмичный) ρυθμικός, κανονικός 6. (удовлетворяющий правилам пропорции и симметрии) συμμετρικός 7. мат. κανονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правильный
-
7 прямой
1. (ровно вытянутый в каком-л. направлении, без изгибов) ίσιος, ευθύς 2. (обеспечивающий непосредственную связь с кем-, чем-л.) άμεσος 3. (непосредственный, без промежуточных ступеней) άμεσος, ευθύς 4. (откровенный, правдивый) ειλικρινής, ευθύς 5. (явный, открытый) φανερός, πασίδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος 6. (несомненный, безусловный, очевидный) πραγματικός, γνήσιος, άμεσος, αληθινός 7. мат. ορθ/ός 8. грам. άμεσ/ος 9. (мед., анат.) ορθ/ός- ая кишка - ό έντερο, το ορθόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямой
-
8 фактический
πραγματικός, αληθινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фактический
-
9 цифра
ο αριθμ/όςдействительная - πραγματικός -, αληθινός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цифра
-
10 действительный
действи́тельн||ыйприл1. πραγματικός, ἀληθινός:\действительныйая мощи́ость тех. ἡ πραγματική ίσχύς·2. (годный) ἐγκυρος, ισχύων:паспорт действителен на пять лет ἡ ταυτότητα ισχύει γιά πέντε χρόνια·3. (дающий результат) ἀποτελεσματικός, δραστικός' ◊ \действительныйый член (Академии и т. п.) τό τακτικό μέλος· \действительныйый залог грам. ἡ ἐνεργητική φωνή· \действительныйая (военная) служба ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία. -
11 заправский
заправскийприл разг πραγματικός, ἀληθινός. -
12 истый
истыйприл ἀληθινός, βέρος. -
13 настоящий
настоящ||ийприл1. (теперешний) ἐνεστώς, τωρινός, παρών:в \настоящийее время σήμερα, τώρα· \настоящийее время грам. ὁ ἐνεστώς·2. (истинный, подлинный) ἀληθινός, ἀλη-θής, πραγματικός, γνήσιος:\настоящийий человек πραγματικός ἄνθρωπος. -
14 сущий
су́щ||ийприл разг ἀληθινός, πραγματικός:\сущийая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \сущийее наказание πραγματικό βάσανο, πραγματικό μαρτύριο. -
15 сущий
[σούστσιΐ] επ. αληθινός, πραγματικός -
16 сущий
[σούστσιϊ] επ αληθινός, πραγματικός -
17 верный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно1. πιστός•верный друг πιστός φίλος•
верный слуг πιστός υπηρέτης•
-ая жена πιστή σύζυγος•
верный своим убеждениям πιστός στις ιδέες του.
2. σίγουρος•верный способ σίγουρος τρόπος.
3. αληθινός, -θής, πραγματικός, σωστός, ακριβής•-ое изображение πραγματική απεικόνιση•
-ое решение задачи σωστή λύση του προβλήματος•
верный перевод πιστή μετάφραση.
4. αναπόφευκτος•-ая гибель αναπόφευκτη (σίγουρη) καταστροφή.
5. αλάθευτος, -θητος•-ая рука σίγουρο χέρι.
-
18 взаправдашний
-яя, -ее, επ.(απλ.) πραγματικός, αληθινός, σωστός.. -
19 действительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. πραγματικός, αληθινός, σωστός•-ое событие πραγματικό γεγονός.
|| ουσιαστικός•-ая мощность πραγματική (ωφέλιμη) ισχύς.
2. που έχει ισχύ, πέραση• έγκυρος•проездной билет -лен трое суток το εισιτήριο ταξιδιού ισχύει για τρία εικοσιτετράωρα.
|| παλ. δραστικός, αποτελεσματικός.εκφρ.действительный залог – (γραμμ) ενεργητική διάθεση•действительный ружейный огонь(отрат.) – δραστικό πυρ•- ая военная служба – η ενεργή στρατιωτική υπηρεσία•действительный член академии наук – ταχτικό μέλος της Ακαδημίας των επιστημών. -
20 доподлинный
επ.αληθινός, γνήσιος, πραγματικός, καθ' εαυτού, βέβαιος, ακριβής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀληθινός — agreeable to truth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… … Dictionary of Greek
αληθινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σύμφωνος με την πραγματικότητα: Η είδηση ήταν αληθινή. 2. ειλικρινής, τίμιος, γνήσιος: Έτσι έδειξε πως είναι φίλος αληθινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀληθινά — ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc pl ἀληθινά̱ , ἀληθινός agreeable to truth fem nom/voc/acc dual ἀληθινά̱ , ἀληθινός agreeable to truth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθινώτερον — ἀληθινός agreeable to truth adverbial comp ἀληθινός agreeable to truth masc acc comp sg ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθινῶν — ἀληθινός agreeable to truth fem gen pl ἀληθινός agreeable to truth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθινόν — ἀληθινός agreeable to truth masc acc sg ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθινώτατα — ἀληθινός agreeable to truth adverbial superl ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθινώτατον — ἀληθινός agreeable to truth masc acc superl sg ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθιναῖς — ἀληθινός agreeable to truth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθιναί — ἀληθινός agreeable to truth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)