-
1 ακρομολιβδος
См. также в других словарях:
ἀκρομόλιβδον — ἀκρομόλιβδος masc/fem acc sg ἀκρομόλιβδος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ακρομολιβδος
ἀκρομόλιβδον — ἀκρομόλιβδος masc/fem acc sg ἀκρομόλιβδος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)