Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

замуж

  • 1 замуж

    замуж
    нареч:
    выходить \замуж παντρεύομαι, νυμφεύομαι· выдавать \замуж παντρεύω, στεφανώνω.

    Русско-новогреческий словарь > замуж

  • 2 замуж

    замуж: выйти \замуж παντρεύομαι (για γυναίκα)
    * * *

    вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)

    Русско-греческий словарь > замуж

  • 3 замуж

    επίρ.
    στις εκφράσεις: выйти ή пойти замуж за кого παντρεύομαι,• выдать ή отдать замуж гга-ντρεύω•

    брать (взять) замуж (παλ. κ. απλ.) παντρεύομαι., παίρνω γυναίκα.

    Большой русско-греческий словарь > замуж

  • 4 замуж

    [ζάμουζ] επίρ. παντρεύομαι

    Русско-греческий новый словарь > замуж

  • 5 замуж

    [ζάμουζ] επίρ παντρεύομαι

    Русско-эллинский словарь > замуж

  • 6 замужем

    замуж||ем
    нареч:
    быть \замужемем εἶμαι παντρεμένη, εἶμαι ῦπανδρος.

    Русско-новогреческий словарь > замужем

  • 7 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 8 вступать

    μπαίνω, εισέρχομαι
    - в брак παντρεύομαι, συνάπτω γάμο
    αναλαμβάνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα
    - в переговоры αρχίζω τις διαπραγματεύ-σεις/συνομιλίες
    - в строй см. - в эксплуатацию - в эксплуатацию - σε λειτουργία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вступать

  • 9 выйти

    выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα
    * * *
    1) εξέρχομαι, βγαίνω

    вы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο

    все вы́шли? — όλοι βγήκαν

    2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνω

    вы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο

    вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία

    3) ( удаться) πετυχαίνω

    у меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα

    ••

    вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)

    вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα

    Русско-греческий словарь > выйти

  • 10 выдавать

    выдавать
    несов, выдать сов Ϊ. (что-либо) δίνω, παραδίνω, ἐγχειρίζω/ διανέμω, μοιράζω (распределять)·
    2. (властям) παραδίνω, ἐκδίδω·
    3. (предавать, доносить) καταγγέλλω, προδίνω·
    4. (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω:
    \выдавать себя ἀποκαλύπτομαι, προδίνομαι·
    5. (за что-л. или за кого-л.):
    \выдавать чужую работу за свой παρουσιάζω ξένη δουλειά γιά δική μου· \выдавать себя за профессора κάνω τόν καθηγητή, παρουσιάζομαι γιά καθηγητής· ◊ \выдавать замуж παντρεύω.

    Русско-новогреческий словарь > выдавать

  • 11 выходить

    выходи́ть I
    несов
    1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):
    \выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·
    2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):
    \выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·
    3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·
    4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:
    э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·
    5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:
    из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·
    6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·
    7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:
    \выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι1
    8. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:
    окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).
    вы́ходить II
    сов см. выхаживать.

    Русско-новогреческий словарь > выходить

  • 12 отдавать

    отдавать
    несов
    1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·
    2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·
    3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:
    \отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:
    (помещать) τοποθετώ, βάζω:
    \отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·
    5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·
    6. мор.:
    \отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·
    7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:
    бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.

    Русско-новогреческий словарь > отдавать

  • 13 выскочить

    -чу, -чишь, ρ.σ.
    1. ξεπηδώ, ξεπετιέμαι, πηδώ έξω• διαφεύγω, ξεφεύγω.
    2. μτφ. εμφανίζομαι απροσδόκητα• σχηματίζομαι, γίνομαι•

    у меня чирей -ил μου έγινε (ξεπετάχτηκε) καλόγηρος.

    3. ξεφεύγω, αποσπώμαι.
    4. σηκώνομαι, ξεπετάγομαι χωρίς την έγκριση•

    -со своими замечаниями ξεπετιέμαι και κάνω τις παρατηρήσεις μου.

    5. φτάνω γρήγορα στο σκοπό μου.
    εκφρ.
    выскочить из головы ή из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выскочить замуж – Βιάζομαι να παντρεφτω.

    Большой русско-греческий словарь > выскочить

  • 14 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 15 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 16 уход

    α.
    1. φυγή• αναχώρηση•

    уход из семьи φυγή από την οικογένεια•

    уход с работы η φυγή (σκάσιμο) από τη δουλειά•

    до -а πριν την αναχώρηση•

    перед самым -ом λίγο πριν την αναχώρηση.

    2. απομάκρυνση• έξοδος•

    уход со сцены απομάκρυνση από τη σκηνή, εγκατάλειψη της σκηνής•

    уход в отставку η παραίτηση.

    εκφρ.
    выйти -ом (замуж) ή взять -ом (жену)παλ. παντρεύομαι χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων.
    α.
    περιποίηση, φροντίδα, μέρ ιμνα. уход за посевами περιποίηση των σπαρτών•

    уход за ранеными περιποίηση των τραυματιών•

    уход за цветами περιποίησητων λουλουδιών.

    Большой русско-греческий словарь > уход

См. также в других словарях:

  • замуж — замуж …   Орфографический словарь-справочник

  • ЗАМУЖ — ЗАМУЖ, нареч. только в выражениях: 1) итти, выйти, пойти, выходить замуж за кого стать (становиться) женою кого нибудь;2) отдать, выдать замуж кого за кого в прежнем быту позволить вступить в брак или принудить к браку с кем нибудь (дочь,… …   Толковый словарь Ушакова

  • ЗАМУЖ — ЗАМУЖ, нареч.: 1) выйти замуж за кого стать чьей н. женой; 2) отдать или выдать замуж кого за кого согласиться на вступление в брак с кем н. своей дочери, сестры, родственницы, способствовать тому, чтобы женщина вышла замуж. Толковый словарь… …   Толковый словарь Ожегова

  • замуж — выдавать замуж.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999 …   Словарь синонимов

  • замуж — ЗАМУЖ: Где уж нам уж выйти, нам уж так уж как нибудь (или я уж так уж вам уж дам уж) шутл. самоуничижение …   Словарь русского арго

  • замуж — нар., употр. часто 1. Если женщина вышла замуж за кого то, значит, она официально стала женой кого то. Она любила свободную жизнь, романы и вышла замуж только в тридцать лет. 2. Если женщина выскочила замуж за кого то, значит, она стала женой… …   Толковый словарь Дмитриева

  • ЗАМУЖ — Выходить/ выйти замуж. 1. Разг. Вступать в брак (о женщине). БМС 1998, 199. 2. Кар. Шутл. ирон. Женившись, перейти в семью жены. СРГК 2, 160. 3. Жарг. гом. Вступить в гомосексуальное сношение. Кз., 48. 4. Жарг. гом. Стать членом гомосексуальной… …   Большой словарь русских поговорок

  • замуж — нареч. выйти замуж выскочить замуж выдать замуж взять замуж …   Словарь многих выражений

  • замуж — за/муж, нареч. Выйти замуж. Отдать (выдать) замуж …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • замуж — Слово образовалось путем слияния предлога «за» и существительного «муж». До XVIII в. писалось раздельно. «Выйти замуж» означает сыграть свадьбу для женщины. Производные: замужняя, замужество …   Этимологический словарь русского языка Семенова

  • замуж — нареч. ◊ Выйти замуж за кого. Стать женой кого л. Выскочить замуж. Поспешно или неожиданно выйти замуж. Выдать (отдать) замуж за кого. Устроить брак (женщины), согласиться на вступление в брак своей дочери, сестры и т.п. Взять (брать) замуж.… …   Энциклопедический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»