-
1 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор
-
2 дымовой
1. (предназначенный для выхода дыма) του καπνού, για τον καπνό 2. (об-разующий обильный дым) καπνογόνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дымовой
-
3 клуб
1. (организация) η λέσχη, ο σύλλογοςспортивный - ο αθλητικός σύλλογος 2 (дыма) η τολύπη/τούφα του καπνού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клуб
-
4 облако
облак||ос1. τό σύννεφο, τό νέφος:грозовое \облако ὁ μελανιάς· дождевые \облакоа τά σύννεφα τής βροχής· перистые \облакоа οἱ θύσανοι· кучевые \облакоа οἱ σωρείτες· слоистые \облакоа τά στρωματοειδῆ νέφη· покрываться \облакоами σκεπάζομαι ἀπό σύννεφα, συννεφιάζω·2. (клубы) τό σύννεφο, τό νέφος:\облакоа́ пыли νέφη κονιορτοῦ, τά σύννεφα σκόνης· \облако дыма τό σύννεφο καπνοῦ·3. черен, (тень, след) ἡ σκιά, τό νέφος:по лицу́ ее пробежало \облако гру́-сти τό πρόσωπο της τό συννέφιασε ἡ θλίψη· ◊ витать в \облакоах ἀεροβατῶ, περπατώ στά σύννεφα. -
5 выкинуть
ρ.σ.μ.1. βλ. выкидать.2. βγάζω, κινώ προς τα μπρος, προβάλλω.(ναυτ.) σηκώνω, υψώνω•-ли красный флаг о помощи σήκωσαν κόκκινη σημαία για βοήθεια.
3. αναδίδω, βγάζω, πετώ, ρίχνω (φύτρα, βλαστούς κ.τ.τ.) εκφύω.4. (απλ.) αποβάλλω, κάνω αποβολή, το ρίχνω.5. βγάζω για πούλημα•выкинуть товар на рынок ρίχνω εμπόρευμα στην αγορά.
6. χαριεντολογώ, καλαμπουρίζω, αστειολογώ.εκφρ.выкинуть из головы, из сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι., την καρδιά τη μνήμη (ξεχνώ, λησμονώ).(απλ.) ρίχνομαι, πετάγομαι, πηδώ έξω•сумашедший -лся из окна ο τρελλός ρίχτηκε από το παραθύρι.
|| ξεπετιέμαι•-лся столб дыма ξεπετάχτηκε στήλη καπνού.
|| (απρόσ.) λαχαίνω, πέφτει ο κλήρος, ο λαχνός. -
6 донестись
-сусь, -сшься, παρλθ. χρ. донсся, -неслась, -лось ρ.σ.1. διαδίδομαι ως, ξαπλώνω, -ομαι, φτάνω ως•-несся запах дыма έφτασε ως εμάς η μυρουδιά του καπνού•
до-нсся слух διαδόθηκε η φήμη.
2. φτάνω ολοταχώς ως. -
7 завеса
-ы θ.1. κουρτίνα, στόρι.2. πέπλος, παραπέτασμα (κάθε -τι• που εμποδίζει τή θέα, σαφή αντίληψη, γνώμη)•завеса дыма παραπέτασμα καπνού•
завеса огня φραγμός πυρών•
завеса тумана παραπέτασμα ομίχλης.
εκφρ.приподнять, – ή•приоткрыть – κ.τ.τ. -у σηκώνω την αυλαία (φανερώνω, αποκαλύπτω)•упала ή спала завеса – έπεσε το προσωπείο, σηκώθηκε η αυλαία (φανερώθηκε, αποκαλύφθηκε). -
8 столб
-а α.στύλος•телеграфный столб τηλεγραφικός στύλος, τηλέγραφο ξύλο.
|| δείκτης, ορόσημο. || στήλη•столб пыли, дыма στήλη κον ι-ορτού, καπνού.
-
9 струя
-и, πλθ. струи κ. παλ. струй θ.1. πίδακας• στήλη (υγρού)• ανάβρα. || πλθ. -и τα νερά, τα ρυάκια•плескание -й το κελάρισμα του ρυακιού.
|| μτφ. ρεύμα• δέσμη• στήλη•струя воздуха ρεύμα αέρα•
струя света δέσμηφωτός•
струя пара, дыма στήλη ατμού, καπνού.
2. μτφ. κατεύθυνση• χαρακτήρας, χαρακτηριστικό.εκφρ.влить (внести) живую -ю – ζωογονώ, ζωηρεύω, δίνω ζωντάνια, κάνω ενδιαφέρον. -
10 туча
-и θ.1. σύννεφο, νεφέλη (συνήθως σκοτεινό, βροχοφόρο). || πλήθος, στίφος•туча саранчи σύννεφο ακρίδας•
туча комаров σύννεφο κουνουπιών.
|| μάζα λεπτότατων σωμάτων, νέφος•туча пыли σύννεφο σκόνης•
туча дыма σύννεφο καπνού.
2. μτφ. σκυθρωπότητα, κατήφεια• νέφος θλίψης, ζόφος ψυχής•мрачная туча на его душе ζόφο ψυχής έχει αυτός•
смотреть -ей κοιτάζω σκυθρωπά.
εκφρ.туча -ей – στεγνή μελαγχολία•спустились или собрались -и над кем-чем – επισωρεύτηκαν κίνδυνοι σε κάποιον, σε κάτι.