-
1 вера
вера ж 1) η πίστη η εμπιστοσύνη (доверие ) 2) (религиозная ) η θρησκεία* * *ж1) η πίστη; η εμπιστοσύνη ( доверие)2) ( религиозная) η θρησκεία -
2 вера
-ы θ.1. πίστη• θρησκεία•вера в Бога πίστη στο Θεό•
вера в загробную жизнь πίστη στη μεταθανάτια ζωή•
христианская вера η χριστιανική θρησκεία•
человек иной -ы αλλόθρησκος.
2. πεποίθηση•вера в успех дела πίστη στην επιτυχία της υπόθεσης.
3. εμπιστοσύνη, μπέσα•торговля держится на -е το εμπόριο στηρίζεται στην εμπιστοσύνη.
εκφρ.- ой и правдой служить – υπηρετώ ψυχή τε και σώματι•- принять на веру – παραδέχομαι με καλή πίστη. -
3 вера
вер||аж1. (уверенность) ἡ πίστη [-ις], ἡ πεποίθηση [-ις]:\вера в будущее πίστη στό μέλλον2. (доверие) ἡ πίστη [-ις],ή ἐμπιστοσύνη:слепая \вера ἡ τυφλή ἐμπιστοσύνη· принять на \верау πιστεύω, δίνω πίστη·3. (религиозная) ἡ θρησκεία, τό θρήσκευμα, ἡ πίστη [-ις]. -
4 вера
[βιέρα] ουσ. θ. πίστη -
5 вера
[βιέρα] ουσ θ πίστη -
6 незыблемый
незыблем||ыйприл ἀκλόνητος, ἀσάλευτος / ἀκράδαντος, ἀτράνταχτος (об убеждениях и т. п.):\незыблемыйые основы οἱ ἀκλόνητες βάσεις· \незыблемыйая вера ἡ ἀκράδαντη πίστη. -
7 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
8 исступлённый
επ.1. έξαλλος, εμμανής, έξω φρενών, εκτός εαυτού.2. απεριόριστος• αχαλίνωτος• φρενήρης•-ая вера ακράδαντη πίστη.
-
9 незыблемый
επ., βρ: -лем, -а, -оακλόνητος, ακούνητος, ασάλευτος, ατράνταχτος•утс ακούνητος βράχος.
|| μτφ. αταλάντευτος, ακράδαντος•-ая вера ακλόνητη πίστη.
-
10 поганый
επ., βρ: -ган, -а, -о.1. μη φαγώσιμος, δηλητηριώδης•поганый гриб μη φαγώσιμο μανιτάρι.
2. άχρηστος, ακατάλληλος, για πέταγμα, για τα σκουπίδια.3. αισχρός, σιχαμερός, βρωμερός, απαίσιος. || παλιός, φθαρμένος•-ое ружь παλιοντούφεκο•
-ое пальто παλιοπανωφόρι.
4. αντιχριστιανικός•-ая вера παλιοθρησκεία (μη χριαστιανική).
-
11 правота
-ы θ.το δίκαιο, το δίκιο•вера в -у πίστη στο δίκιο•
доказать свою -у αποδείχνω ότι έχω δίκιο.
-
12 старый
επ., βρ: стар, стара, старо; старше, старее κ. παλ. старее, старе; старейший.1. γέρος, γηραλέος•старый человек γέρος άνθρωπος.
2. βλ. стариковский.3. παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία.4. παλιός, αρχαίος•старый университет παλιό πανεπιστήμιο•
старый долг παλιό χρέος•
-ая привычка παλιά συνήθεια•
старый прим παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος.
|| έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος.5. φθαρμένος• άχρηστος•-ое платье παλιό φόρεμα•
-ые книги παλιά βιβλία•
старый дом παλιόσπιτο.
|| προηγούμενος, προγενέστερος•старый адрес παλιά διεύθυνση•
старый картофель παλιά πατάτα•
-ые годы τα παλιά χρόνια•
-ые производственные отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις.
6. ουσ. -ое ουδ. το παλιό, τα παλιά•забывать -ое ξεχνώ τα παλιά•
борьба нового со старым πάλη του καινούργιου και του παλιού.
εκφρ.- ая вера – βλ. староверство• -ое вино παλιό κρασί•старый стиль – παλιό ημερολόγιο•старый и малый; стар и мал; и стар и мал – μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες)•человек -го закала – άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνηθειών προγονολάτρης.
См. также в других словарях:
ВЕРА — глубокое, искреннее, пронизанное эмоциями принятие какого то положения или представления, иногда предполагающее определенные рациональные основания, но обычно обходящееся без них. В. позволяет признавать некоторые утверждения достоверными и… … Философская энциклопедия
ВЕРА — жен. уверенность, убеждение, твердое сознание, понятие о чем либо, особенно о предметах высших, невещественных, духовных; | верование; отсутствие всякого сомнения или колебания о бытии и существе Бога; безусловное признание истин, открытых Богом; … Толковый словарь Даля
Вера — ы, жен. Ст. русск.Производные: Верка; Вераня; Вераха; Вераша; Веруля; Веруня; Веруся; Руся; Веруха; Веруша.Происхождение: (Заимств. из ст. сл. яз., где появилось как калька с греч. Ср. греч. pistis вера.)Именины: 30 сент., 14 окт. Словарь личных… … Словарь личных имен
ВЕРА — Сущность всякой веры состоит в том, что она придает жизни такой смысл, который не уничтожается смертью. Лев Толстой Смысл веры не в том, чтобы поселиться на небесах, а в том, чтобы поселить небеса в себе. Томас Харди Вера состоит в том, что мы… … Сводная энциклопедия афоризмов
вера — (в психологии) (от лат. veritas истина, verus истинный) 1) особое состояние психики, заключающееся в полном и безоговорочном принятии человеком, его разумом и душой, фактов внутреннего и внешнего существования, живого, истинного откровения;… … Большая психологическая энциклопедия
ВЕРА — ВЕРА, веры, жен. 1. Состояние сознания верующего, религия (книжн.). «Лишь вера в тишине отрадою своей живит унывший дух и сердца ожиданье.» Пушкин. Вера в бога. || То или иное религиозное учение, верование. Христианская вера. Человек иной веры.… … Толковый словарь Ушакова
Вера — Вера ♦ Foi Убеждение, не подкрепленное никакими доказательствами и, как всякая вера, легко обходящееся без них, заменяющее их волей, доверием или благодатью. Весьма двусмысленное, чтобы не сказать подозрительное преимущество. Верить значит… … Философский словарь Спонвиля
ВЕРА — состояние предельной заинтересованности, психол. установка, мировоззренческая позиция и целостный личностный акт, состоящие в признании безусловного существования и истинности чего либо с такой решительностью и твердостью, к рые превышают … Энциклопедия культурологии
вера — Вероисповедание, закон, исповедание, религия, верованье, убеждение, правоверие, православие, ересь; доверие, кредит, уверенность. Веры: христианство, иудейство (Моисеево вероисповедание, иудаизм, еврейство, жидовство), ислам (мусульманство,… … Словарь синонимов
вера — безмерная (Блок); безмятежная (Мережковский); благодатная (Некрасов); большая (Ольнем); глубокая (Ольнем, Фруг); горячая (К.Р.); живительная (Голен. Кутузов); крепкая (Скиталец); непоколебимая (Ольнем); пламенная (Бунин); пылающая (Лебедев);… … Словарь эпитетов
ВЕРА — ВЕРА, 1) в теистических религиях личное доверие к Богу и его слову, обращенному к человеку (божественное откровение). Вера включает в себя решимость исполнять волю Бога вопреки всем сомнениям ( искушениям ), верность Богу (во всех языках, с… … Современная энциклопедия