-
1 театральный
επ.1. θεατρικός, του θεάτρου•-ое искусство η θεατρική τέχνη•
театральный билет εισιτήριο θεάτρου•
-ая критика η κριτική του θεάτρου•
-ые костюмы τα θεατρικά ενδύματα•
-ое училище σχολή θεάτρου.
2. μτφ. προσποιητός, θεατρινίστικος. -
2 театральный
театр||а́льныйприл1. θεατρικός, τοῦ θεάτρου:\театральныйа́льное представление ἡ θεατρική παράσταση· \театральныйа́льная касса τό ταμείο εἰσιτηρίων θεάτρου· \театральныйальный билет τό εἰσιτήριο θεάτρου· \театральныйа́льное училище ἡ θεατρική σχολή·2. перен θεατρικός, θεατρινί-στικος:\театральныйа́льная по́за ἡ θεατρινίστικη πόζα -
3 бенуар
-
4 билет
билет м 1) το εισιτήριο \билет туда и обратно το εισιτήριο μετ'επιστροφής 2): лотерейный \билет το λαχείο \билет в театр το εισιτήριο θεάτρου пригласительный \билет η πρόσκληση 3) (документ) το δελτίο, η ταυτότητα; студенческий \билет η φοιτητική ταυτότητα* * *м1) το εισιτήριοбиле́т туда́ и обра́тно — το εισιτήριο μετ'επιστροφής
2)лотере́йный биле́т — το λαχείο
биле́т в теа́тр — το εισιτήριο θεάτρου
пригласи́тельный биле́т — η πρόσκληση
3) ( документ) το δελτίο, η ταυτότηταстуде́нческий биле́т — η φοιτητική ταυτότητα
-
5 касса
касса ж το ταμείο, η κάσα театральная \касса το ταμείο θεάτρου* * *жτο ταμείο, η κάσαтеатра́льная ка́сса — το ταμείο θεάτρου
-
6 партер
-
7 балкон
ο εξώστης (οικίας), разг. το μπαλκόνι, (в театре) о εξώστης (θεάτρου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балкон
-
8 партер
1. (нижний этаж зрительного зала) η πλατεία (θεάτρου, κινηματογράφου κ.λπ.) 2. (открытая часть парка или сада) η πλατεία (του άλσους κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партер
-
9 реквизит
1. театр. τα αντικείμενα σκηνικών (θεάτρου) 2. -ы мн. юр. τα απαραίτητα στοιχεία (μιας αίτησης, απόδειξης κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реквизит
-
10 театральный
θεατρικόςτου θεάτρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > театральный
-
11 училище
η σχολή(военизированное) - των ναυτικών δοκίμων (относится к высшим учебным заведениям Греции и соответствует Морской Академии)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > училище
-
12 хоры
арх. το υπερώο (αίθουσας, εκκλησίας, θεάτρου κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хоры
-
13 бельэтаж
бельэтажм1. (второй этаж) τό μεσαϊο[ν] πάτωμα, ὁ μεσόροφος;2. (в театре) ὁ πρώτος ἐξώστης τοῦ θεάτρου. -
14 бенуар
бенуарм:ложа \бенуара τό ἰσόγειο θεωρείο θεάτρου. -
15 билет
билетм1. τό είσιτήριο[ν], τό μπιλιέτο:проездной \билет είσιτήριο τοῦ τραίνου; лотерейный \билет τό λαχείο; входной \билет τό είσιτήριο; пригласительный \билет ἡ πρόσκληση, τό προσκλητήριο; театральный \билет τό είσιτήριο θεάτρου;2. (удостоверение) τό βιβλιάριο[ν], τό δελτίο[ν]:партийный (профсоюзный) \билет τό κομματικό (τό συνδικαλιστικό) βιβλιάριο; военный \билет τό βιβλιάριο στρατιώτη ἡ ἀξιωματικού; студенческий \билет ἡ φοιτητική ταυτότητα, τό φοιτητικό βιβλιάριο. -
16 будка
будкаж τό σπιτάκι, τό παράπηγμα, ὁ ὁΐκίσκϋς:железнодорожная \будка τό σπιτάκι τοῦ φύλακα σιδηροδρομικής γραμμής; караульная \будка ἡ σκοπιά, τό φυλάκιον' суфлерская \будка τό ὑποβολεῖο (θεάτρου); телефонная \будка ὁ τηλεφωνικός θάλαμος. -
17 бутафор
бутаформ ὁ φροντιστής θεάτρου. -
18 бутафорский
бутафор||скийприл1. τοῦ θεάτρου;2. перен ψεύτικος, πλαστός. -
19 закулисный
закули́сн||ыйприл прям., перен τῶν παρασκηνίων, παρασκηνιακός:\закулисныйая жизнь театра ἡ ζωή τῶν παρασκηνίων (τοῦ θεάτρου) \закулисныйые переговоры ὁ£ παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις. -
20 зал
залм ἡ αίθουσα, ἡ σάλα:актовый \зал ἡ αίθουσα τελετών· \зал ожидания ἡ αίθου· σα ἀναμονής· зрительный \зал ἡ αίθουσα, ἡ πλατεία (θεάτρου κ.λ.π.)· гимнастический \зал ἡ αίθουσα γυμναστικής, τό γυμναστήριο· читальный \зал τό ἀναγνωστήριο[ν].
См. также в других словарях:
θεάτρου — θεά̱τρου , θέατρον place for seeing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Σπαθάρειο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου — Εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1995 σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο στο Μαρούσι (Βασιλίσσης Σοφίας & Δημητρίου Ράλλη), στην ίδια πλατεία (Κασταλίας) όπου το 1942 ξεκίνησε την καριέρα του ως καραγκιοζοπαίχτης ο Ευγένιος Σπαθάρης. Είναι ένα μουσείο μοναδικό … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek