-
1 výše
ύψος -
2 výšina
ύψος -
3 height
ύψος -
4 tizlik
ύψος, οξύτητα -
5 высота
-ы θ.1. το ύψος, το ψήλος•высота дома το ύψος του σπιτιού•
высота над уровнем моря το υψόμετρο• υψοδείχτης•
высота полета το ύψος πτήσης•
набирать -у πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι, υψώνομαι•
в -е στα οψη•
на -е 10 м. σε υψος 10 μ.
2. ύψωμα, λόφος, βουναλάκι• κο•высота мантные -ы (στρατ;) τα δεσπόζοντα υψώματα.
3. βαθμός• μέγεθος•высота давления ύψος πίεσης•
температуры το ύψος της θερμοκρασίας•
высота знаний το μέγεθος των γνώσεων•
высота техники το ύψος της τεχνικής.
εκφρ.быть ή оказаться на -е положения – στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων. -
6 высота
высот||аж1. τό ὕψος, τό ψήλος:\высота иад уровнем мо́ря τό ὑψόμετρο, ὁ ὑψο-δείκτης· \высота полета ἀβ. τό ὑψος· πτήσης· набирать \высотау́ ἀβ. ἀνεβαίνω ψηλά· \высота тона τό ὕψος τῆς φωνής· в \высотае́ στά ὕψη· с \высотаы ἀπό τό ὕψος, ἐξ ὕψους·2. (возвышенность) τό ὑψωμα:горные высоты τά ὁρεινά ὕψη, τά κορφοβούνια· ◊ командные высоты τά ήνία τής ἐξουσίας· быть на \высотае положения εἶμαι (или στέκομαι) στό ὕψος τών περιστάσεων. -
7 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
8 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
9 высота
высота ж 1) (вышина ) το ύψος прыжок в \высотаУ спорт. άλμα σε ύψος 2) (возвышен ность ) το ύψωμα* * *ж1) ( вышина) το ύψοςпрыжо́к в высоту́ — спорт. άλμα σε ύψος
2) ( возвышенность) το ύψωμα -
10 вышина
-
11 уровень
уровень м 1) η στάθμη; высота над уровнем моря το ύψος πάνω από τη θάλασσα 2) (степень развития) το επίπεδο; жизненный \уровень το βιοτικό επίπεδο 3) полит.: встреча (переговоры, совещание) на высшем \уровеньне η συνάντηση (οι συνομιλίες, η διάσκεψη) κορυφής* * *м1) η στάθμηвысота́ над у́ровнем мо́ря — το ύψος πάνω από τη θάλασσα
2) ( степень развития) το επίπεδοжи́зненный у́ровень — το βιοτικό επίπεδο
3) полит.встре́ча (перегово́ры, совеща́ние) на вы́сшем у́ровне — η συνάντηση (οι συνομιλίες, η διάσκεψη) κορυφής
-
12 возвышенность
-и θ.1. ανύψωση, ανίζηση του εδάφους.2. ύψος•возвышенность идей το ύψος των ιδεών.
-
13 высь
-и θ.το ύψος•недосягаемая высь άφθαστο (απρόσιτο) ύψος.
|| κορυφή•-и гор βουνοκορφές.
-
14 перерасти
-сту, -стшь, παρλθ. χρ. перерос-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. переросший; ρ.σ.1. μ. ξεπερνώ στο ύψος•сын перерос отца ο γιος ξεπέρασε τον πατέρα στο ύψος.
|| μτφ. υπερβάλλω, υπερτερώ.2. ξεπερνώ το κανονικό όριο, ψηλώνω αρκετά.3. μετεξελίσσομαι. -
15 смерить
κ. (απλ.) смрятьρ.σ.μ.μετρώ•-ли его рост του μέτρησαν το ύψος.
|| κοιτάζω από πάνω ως κάτω, από το κεφάλι ως τα πόδια.μετριέμαι με κάποιον (στο ύψος, δύναμη)• παραβάλλομαι. -
16 волнение
мор. η κατάσταση της θάλασσας, η θαλασσοταραχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > волнение
-
17 габарит
1. (трансп., маш) το μέγεθος 2. (в значении габаритных размеров) η (μέγιστη) διάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > габарит
-
18 комингс
мор. το τοίχωμα, разг. το κουβούσιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комингс
-
19 набирать
1. полигр. στοιχειοθετώ 2. (собирать) συλλέγω, μαζεύω 3. ав. (высоту) ανυψώνομαικερδίζω/παίρνω ύψος4. (скорость) ανοίγω/αυξάνω (την ταχύτητα) 5. (тлф.) πληκτρολογώ/καλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > набирать
-
20 ножка
(опора, стойка) το πόδιτο ποδαράκι, το στήριγματο σκέλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ножка
См. также в других словарях:
Ὕψος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψος — height neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… … Dictionary of Greek
ύψος — ο ου, ο γύψος (βλ. λ.). το ους 1. η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως την κορυφή (όταν κοιτάζεται από κάτω), το ψήλος. 2. η νοητή κατακόρυφη γραμμή που ενώνει το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με το νοητό οριζόντιο επίπεδο που περνά από την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕψει — ὕψος height neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὕψεϊ , ὕψος height neut dat sg (epic ionic) ὕψος height neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψη — ὕψος height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕψος height neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕψω — Ὕψος masc nom/voc/acc dual Ὕψος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψοῖν — ὕψος height neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψέων — ὕψος height neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίων — ὕψος height neut gen pl (doric) ὑψίων loftier masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψῶν — ὕψος height neut gen pl (attic epic doric) ὑψόω lift high pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act masc nom sg ὑψόω lift high pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)