-
21 облако
το νέφ/ος, η νεφέλη, разг. το σύννεφοвходить в - а ав. εισέρχομαι/μπαίνω στα - ηвыходить из - ов ав. εξέρχομαι/βγαίνω από τα - ηнад - ами ав. πάνω από τα - ηпокрытый - ами νεφοσκεπής, νεφελοσκεπήςпробивать - а ав. διαπερνώ τα - ηкометное астр. - του ΌορτРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облако
-
22 перерастание
1. (в росте) το ξεπέρασμα σε ύψοςτο (περισσότερο από το κανονικό) μεγάλωμα2. (превращение, переход во что-л.) η μετεξέλιξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерастание
-
23 перерасти
1. (обогнать в росте) μεγαλώνω (περισσότερο από το κανονικό)ξεπερνώ σε ύψος2. (в процессе развития превратиться во что-л., перейти во что-л.) μεταμορφώνομαι, (μετ)εξελίσσομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перерасти
-
24 прыжок
το άλμα, το (ανα)πήδημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прыжок
-
25 бреющий
бреющийприл:\бреющий полет ое; πτήση σέ ἐλάχιστο ὕψος (ξυστά). -
26 вровень
вровеньнареч (с чем-л.) ἰσόπεδος, ἐπίπεδος (προς) στό ὕψος τοῦ..., ίσαμε. -
27 вышина
вышин||аж τό ὕψος, τό ψήλος:\вышина-о́й в двадцать метров ὕψους είκοσι μέτρων. -
28 масштаб
масштабм прям., перен ἡ κλίμακα, ἡ κλϊμαξ/ тк. перен ἡ ἔκταση [-ις], ἡ διάσταση [-ις]:в уменьшенном \масштабе σέ σμί-. κρυνση· в широком \масштабе σέ εὐρεία κλίμακα· ◊ \масштаб цен эк. τό ὕψος τῶν τιμῶν. -
29 небольшой
небольш||ойприл μικρός / (ό)λίγος (по количеству)/ ἀσήμαντος (незначительный):привезли́ книги в \небольшойо́м количестве ἐφεραν λίγα βιβλία· \небольшойая высота τό μικρό ὕψος· \небольшойо́е расстояние κοντινή ἀπόσταση· \небольшой перерыв τό μικρό διάλειμμα· \небольшой срок σύντομο χρονικό διάστημα· \небольшойая разница ἀσήμαντη διαφορά· ◊ с \небольшойи́м καί κάτι παραπάνω, καί λίγο παραπάνω· тридцать рублей с \небольшойи́м τριάντα ρούβλια καί κάτι. -
30 недосягаемый
недосяга́ем||ыйприл ἀπρόσιτος, ἄφθαστος, ἀπλησίαστος:быть на \недосягаемыйой высоте βρίσκομαι σέ ἀπρόσιτο ὕψος. -
31 перерастать
перерастатьнесов, перерасти сов1. с-х· ξεπερνώ στό ὕψος·2. (о людях) ὑπερβαίνω, ξεπερνώ·3. (во что-л.) μετατρέπομαι, μετεξελίσσομαι, μετασχηματίζο. -
32 положение
положени||ес1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων. -
33 прыжок
прыжокм τό πήδημα, τό σάλτο/ спорт. τό ἄλμα:\прыжок в высоту́ (в длину́) τό ἄλμα είς ὕψος (είς μήκος)· \прыжок с парашютом ἡ πτώση μέ τό ἀλεξίπτωτο[ν]. -
34 рост
ростм1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα. -
35 серьезный
серьезн||ыйприл в разн. знач. σοβαρός, σπουδαίος:\серьезныйый человек σοβαρός ἀνθρωπος· \серьезныйая ошибка τό σοβαρό λάθος, τό σοβαρό σφάλμα· \серьезныйая опасность ὁ σοβαρός κίνδυνος· с \серьезныйым видом μέ σοβαρό ὕψος. -
36 уровень
у́ров||еньм1. в разн. знач. ἡ στάθμη, τό ἐπίπεδο[ν]:голова мальчика оказалась на \уровеньне стола τό κεφάλι τοῦ παιδιοῦ ἡταν στό ὕψος τοῦ τραπεζιοὔ· \уровень воды ἡ στάθμη τών ὑδάτων выше (ниже) \уровеньня моря πάνω (κάτω) ἀπό τήν ἐπιφάνεια τής θάλασσης· \уровень знаний τό ἐπίπεδο[ν] τών γνώσεων \уровень· заработной платы τό ἐπίπε-δο[ν] τών μισθών культурный \уровень τό πολιτιστικό ἐπίπεδο· жизненный \уровень τό βιοτικό ἐπίπεδο· совещание на высоком \уровеньне συνδιάσκεψις κορυφής· на \уровеньне современных требований στό ἐπίπεδο πού ἐπιβάλλουν οἱ σύγχρονες ἀπαιτήσεις·2. (ватерпас) τό ἀλφάδι, τό νεροζύγι, ἡ ὑδροστάθμη, ὁ ὑδροστάτης. -
37 height
[hæit]1) (the distance from the bottom to the top of something: What is the height of this building?; He is 1.75 metres in height.) ύψος2) (the highest, greatest, strongest etc point: He is at the height of his career; The storm was at its height.) αποκορύφωμα,ζενίθ3) (the peak or extreme: dressed in the height of fashion; His actions were the height of folly.) άκρον άωτο,αποκορύφωμα4) (a high place: We looked down from the heights at the valley beneath us.) ύψωμα•- heighten -
38 high jump
(a sports contest in which people jump over a bar which is raised until no-one can jump over it.) άλμα σε ύψος -
39 highness
1) (the state or quality of being high.) ύψος2) (a title of a prince, princess etc: Your Highness; Her Highness.) η Αυτού Υψηλότης,Υψηλότατε -
40 rise to the occasion
(to be able to do what is required in an emergency etc: He had never had to make a speech before, but he rose to the occasion magnificently.) στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων
См. также в других словарях:
Ὕψος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψος — height neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… … Dictionary of Greek
ύψος — ο ου, ο γύψος (βλ. λ.). το ους 1. η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως την κορυφή (όταν κοιτάζεται από κάτω), το ψήλος. 2. η νοητή κατακόρυφη γραμμή που ενώνει το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με το νοητό οριζόντιο επίπεδο που περνά από την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕψει — ὕψος height neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὕψεϊ , ὕψος height neut dat sg (epic ionic) ὕψος height neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψη — ὕψος height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕψος height neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕψω — Ὕψος masc nom/voc/acc dual Ὕψος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψοῖν — ὕψος height neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψέων — ὕψος height neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίων — ὕψος height neut gen pl (doric) ὑψίων loftier masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψῶν — ὕψος height neut gen pl (attic epic doric) ὑψόω lift high pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act masc nom sg ὑψόω lift high pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)