Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ψυχορραγεῖ

  • 1 Sink

    v. trans.
    Sink ( a ship): Ar. and P. καταδνειν.
    Put an end to: Ar. and P. διαλειν, καταλειν; see End.
    Let down: P. and V. καθιέναι.
    Dig: P. and V. ὀρύσσειν, σκάπτειν.
    Make to incline: V. καταρρέπειν, P. and V. κλνειν.
    V. intrans.
    Subside, settle down: P. ἱζάνειν.
    Sink under the earth: P. δύεσθαι κατὰ τῆς γῆς (Plat., Phaedo, 112C).
    Of the sun: P. and V. δεσθαι, δύνειν; see Set.
    Of a ship: Ar. and P. καταδεσθαι, V. βάπτειν (Eur., Or. 707).
    Incline downwards: P. and V. ῥέπειν.
    met., be weighed down: P. and V. πιέζεσθαι, βαρνεσθαι.
    Fall: P. and V. πίπτειν, καταπίπτειν (Eur., Cycl.), V. πίτνειν.
    Fail in strength: V. προλείπειν; see Fail.
    Already she is sinking and like to die: V. ἤδη προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ (Eur., Alc. 143).
    His head sinks back: V. ὑπτιάζεται κάρα (Soph., Phil. 822).
    I sink backwards into the arms of my maidens and swoon away: V. ὑπτία δε κλίνομαι... πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι (Soph., Ant. 1188).
    She sinks back with trembling limbs: V. λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα (Eur., Med. 1168).
    Of ground dipping: see under Dip.
    Fall away: P. and V. διαρρεῖν, πορρεῖν; see Fade.
    Deteriorate: P. ἀποκλίνειν, ἐκπίπτειν; see Degenerate.
    Sink into inaction: P. ἐπὶ τὸ ῥᾳθυμεῖν ἀποκλίνειν (Dem. 13).
    Sunk in (met.): use P. and V. μεστός (gen.); see Full of (Full).
    Be sunk in love: V. ἐντήκεσθαι τῷ φιλεῖν (Soph. Trach. 463); see absorbed in.
    Be sunk in ignorance P. ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι (Plat., Rep. 535E).
    Sink into, be instilled into, met.: P. καταδύεσθαι εἰς (acc.), V. ἐντήκεσθαι (dat.).
    Sink into insignificance: P. ἐν οὐδενὶ λόγῳ εἶναι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sink

См. также в других словарях:

  • ψυχορραγεῖ — ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγής letting the soul break loose… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυθάνατος — βραδυθάνατος, ον (Α) αυτός που ψυχορραγεί επί μακρό χρόνο …   Dictionary of Greek

  • λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… …   Dictionary of Greek

  • προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …   Dictionary of Greek

  • ψυχορραγής — ές, Α αυτός που ψυχορραγεί, ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ρραγής (< ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»