-
1 Sink
v. trans.Dig: P. and V. ὀρύσσειν, σκάπτειν.V. intrans.Subside, settle down: P. ἱζάνειν.Incline downwards: P. and V. ῥέπειν.Fail in strength: V. προλείπειν; see Fail.Already she is sinking and like to die: V. ἤδη προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ (Eur., Alc. 143).His head sinks back: V. ὑπτιάζεται κάρα (Soph., Phil. 822).I sink backwards into the arms of my maidens and swoon away: V. ὑπτία δε κλίνομαι... πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι (Soph., Ant. 1188).She sinks back with trembling limbs: V. λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα (Eur., Med. 1168).Of ground dipping: see under Dip.Deteriorate: P. ἀποκλίνειν, ἐκπίπτειν; see Degenerate.Sink into inaction: P. ἐπὶ τὸ ῥᾳθυμεῖν ἀποκλίνειν (Dem. 13).Be sunk in love: V. ἐντήκεσθαι τῷ φιλεῖν (Soph. Trach. 463); see absorbed in.Be sunk in ignorance P. ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι (Plat., Rep. 535E).Sink into, be instilled into, met.: P. καταδύεσθαι εἰς (acc.), V. ἐντήκεσθαι (dat.).Sink into insignificance: P. ἐν οὐδενὶ λόγῳ εἶναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sink
См. также в других словарях:
ψυχορραγεῖ — ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγής letting the soul break loose… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυθάνατος — βραδυθάνατος, ον (Α) αυτός που ψυχορραγεί επί μακρό χρόνο … Dictionary of Greek
λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… … Dictionary of Greek
προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… … Dictionary of Greek
ψυχορραγής — ές, Α αυτός που ψυχορραγεί, ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ρραγής (< ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγής] … Dictionary of Greek