-
1 χαμ-ουλκός
χαμ-ουλκός, ὁ, eine Maschine, Schiffe aus Land zu ziehen, Poll. 7, 191.
-
2 χαμουλκός
2 Lat. = trahea, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμουλκός
-
3 χαμουλκός
χαμ-ουλκός, ὁ, eine Maschine, Schiffe aus Land zu ziehen
См. также в других словарях:
χαμουλκός — ο και η / χαμουλκός, ἡ, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. η σύριγγα 2. δίτροχο χαμηλό φορείο που χρησιμοποιείται κυρίως σε αλευρόμυλους ή σε αποθήκες για τη μεταφορά σάκων ή διαφόρων φορτίων 3. κάθε λείο ξύλο πάνω στο οποίο γλιστράει και μεταφέρεται ελκόμενο… … Dictionary of Greek