-
1 χορος
ὅ1) хор, хоровод, хороводная пляска с пениемχορὸν ἰέναι и εἰσοιχνεῖν или ἐς χορὸν ἔρχεσθαι Hom. — вступать в хоровод, т.е. принимать участие в хороводной пляске;χ. (ἐγ)κύκλιος или κυκλικός Eur., Plat., Plut. — циклический (круговой) хоровод ( вокруг алтаря Вакха в праздник Дионисий);χορὸν αἰτεῖν Arph., Plut. — просить (у архонта-басилевса) разрешения на устройство хора, т.е. на постановку театральной пьесы с хором;χορὸν διδόναι Plat. — давать разрешение на постановку драматического произведения;2) хороводная песнь(ᾠδαὴ καὴ χοροί Xen.; χορὸν ᾄδειν Plat.)
3) место (площадка) для хора(οἰκία καὴ χοροί, χοροὴ ἠδὲ θόωκοι Hom.)
λειαίνειν χορόν Hom. — выравнивать площадку для хора4) перен. хоровод, толпа, вереница, стая, рой(ἄστρων Eur.; ἰχθύων Soph.; τεττίγων Plat.; κολάκων Xen.)
χ. Μοισᾶν Pind. — сонм Муз;χ. κακῶν Plat. — вереница бед;οἱ χοροὴ οἱ πρόσθιοι ирон. Arph. — передний ряд зубов;τέν δὲ σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν ; Plat. — к какому же разряду отнесем мы мудрость? -
2 χορός
χορός ο1) хор певчих правого и левого клироса, клирос как местонахождение певчих в храме;2) хорос – большая люстра вокруг паникадила, на которой изображаются двенадцать апостолов (в греческих и афонских монастырях);3) вождение вокруг престола рукополагаемого клирика двумя священниками;4) вождение вокруг аналоя брачующихся священником -
3 χορός
ο1) танец;λαϊκός χορός — народный танец;
χορός μετημφιεσμένων — костюмированный бал;
χορός προσωπιδοφόρων — бал-маскарад;
πιάνω ( — или στήνω) το χορό — танцевать;
μαθαίνω χορο — учиться танцевать;
2) бал, танцевальный вечер;πηγαίνω στο χορό — ходить на танцы;
3) хоровод;σέρνω το χορό — водить хоровод;
4) хор;5) перен. кучка, группа (людей, деревьев и т. п.); стайка (людей, рыб);§ μπαίνω ( — или πιάνομαι) στο χορό — быть втянутым, вовлечённым в какое-л. дело;
κατά τον τοίχο το χορό — надо быть очень осторожным, требуется большая осторожность;
εν χορω — хором, дружно
-
4 χορός
ὁ χορός хоровод, хор; место для праздничного пения и пляски (ср. лат. chorus) -
5 χορός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χορός
-
6 χορός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χορός
-
7 χορός
хоровод, хороводная пляска.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χορός
-
8 χορός
-
9 χορός
[хорос]ουσ α танец, бал, хор. -
10 εφταπάρθενος
χορός ο обл астр. Плеяды -
11 χορο-
-
12 χοροι-
-
13 αγεχορος
-
14 αγησιχορος
-
15 αδιδακτος
-
16 αμοιβαιος
2 и 31) даваемый в ответ или в обмен, взаимный(χάρις Plut., Anth.; νέμεσις Anth.)
ἀμοιβαῖα βιβλία Her. — ответные письма2) попеременный, чередующийся(ἀοιδή Theocr.)
τὰ ἀμοιβαῖα Plat. (лат. carmen amoebaeum) — поэма в лицах;χορὸς εἰς ἀμοιβαῖα συγκεκροτημένος Plut. — попеременно отвечающий хор -
17 ανδρικος
-
18 αρχεχορος
-
19 αχορος
-
20 ειλισσω...
εἱλίσσω...ἑλίσσω, εἱλίσσωатт. ἑλίττω и εἱλίττω (impf. εἵλισσον, fut. ἑλίξω, aor. εἵλιξα; pass.: aor. εἱλίχθην, pf. εἵλιγμαι, ppf. εἱλίγμην)1) кружить, крутить(στρόμβοι κόνιν εἱλίσσουσι Aesch.)
2) вращать, поворачиватьε. βλέφαρα Eur. — оглядываться вокруг, озираться;
ἑλίξασθαι ἔν τινι Hom. — повернуться лицом к кому-л.;ἑλιξάμενος καθ΄ ὅμιλον Hom. — повернувшись к толпе;ἑλίσσεσθαι ἔνθα καὴ ἔνθα Hom. — поворачиваться с боку на бок;ε. (v. l. ἐρέσσειν) πλάταν Soph. — грести, плыть;ἐν τούτοις ἑλίττεται ἥ δόξα ἀληθής Plat. — это и является областью правильного мнения3) катить(αἰθέρ κοινὸν φάος εἱλίσσων Aesch.; Ἥλιος ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα Eur.)
ἑλίξασθαί τι σφαιρηδόν Hom. — бросить что-л. словно мяч4) наматывать(πλόκαμον περὴ ἄτρακτον Her.; λίνον ἡλακάτᾳ Eur.)
τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι Her. — головы они обвязывали митрами5) обвивать, охватывать, окружать(ὅπλοις Ἀργείων στρατόν Eur.)
ἑλίξαι χεῖρας ἀμφὴ γόνυ τινός Eur. — обнять руками чьи-л. колени;ὅ περὴ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch. — обтекающий всю землю Океан6) обдумывать(μῆτίν τινα Soph. - v. l. ἐρέσσειν)
τοιαῦθ΄ ἑλίσσων Soph. — размышляя таким образом7) объезжать, огибать(περὴ τέρματα Hom.)
8) (тж. ε. πόδα и ε. θιάσους Eur.) кружиться в пляске, водить хоровод(εἱλίσσων χορός Eur.)
Λατοῦς γόνον ε. καλλίχορον Eur. — пышными плясками славить детей Лето;εἱλισσόμεναι κύκλια κόραι Eur. — ведущие хоровод девы9) скручивать, свивать, свертывать(τὸ περιβόλαιον NT.)
; med. извиваться, быть извилистым(ποταμὸς εἱλιγμένος Hes.; πόροι ἑλισσόμενοι Arst.; ὅ Νεῖλος ἐλίττεται πρὸς τέν μεσημβρίαν Diod.)
10) сплетать, вплетать11) med. хлопотать, быть занятым, трудиться
См. также в других словарях:
Χορός — dance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορός — dance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
χορός — ο 1. σύνολο ρυθμικών κινήσεων των ποδιών και του σώματος που εκτελούνται για διασκέδαση. 2. ομάδα ανθρώπων που τραγουδούν και χορεύουν συνάμα ή τραγουδούν μόνο ή χορεύουν μόνο. 3. στην εκκλησιαστική γλώσσα, ομάδα ανθρώπων που ψέλνουν μαζί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορός τραγωδίας — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο ο όρος σήμαινε αρχικά τον χώρο όπου χόρευαν και έφτασε αργότερα να σημαίνει το σύνολο των χορευτών καθώς και τις κινήσεις και το τραγούδι τους. Μπορούσε, ανάλογα με τις απαιτήσεις της υπόθεσης, να παριστάνει χ. ανδρών… … Dictionary of Greek
σάμπα — Χορός βραζιλιανής καταγωγής, με συγκεκομμένο ρυθμό. Αρχικά, υπήρχαν δυο τύποι σ.: ένας κυκλικός, με φιγούρες καθαρά αφρικανικής προέλευσης και ένας άλλος σε ζευγάρια, που συχνά συνοδευόταν από τραγούδι. Σήμερα, το όνομα δίνεται σ’ ένα ζωηρό λαϊκό … Dictionary of Greek
σακόν — Χορός ιθαγενών, πιθανώς της Λατινικής Αμερικής, του οποίου τα πρώτα δείγματα, που ανάγονται στο 17o αι., είναι δοσμένα σε κλιμάκωση για ισπανική κιθάρα. Αποτελούμενος αρχικά από συγχορδίες σε τριαδικό ρυθμό, ο χορός αυτός έγινε αργότερα η… … Dictionary of Greek
γαϊτανάκι — Χορός μεταμφιεσμένων την Αποκριά. Η λέξη προέρχεται από το όνομα της ιταλικής πόλης Γαέτα και σημαίνει λεπτό κορδόνι. Γ. ονομάζεται και τοπικός χορός της Μακεδονίας. * * * το 1. μικρό ή λεπτό γαϊτάνι 2. είδος χορού που εκτελείται τις Απόκριες από … Dictionary of Greek
καρσιλαμάς — Χορός προερχόμενος από την Ανατολή. Θεωρείται παραλλαγή της αρχαίας πυρριχίου ορχήσεως, η οποία είχε διασωθεί από τους Βυζαντινούς. Η παραλλαγή συντελέστηκε με την ανάμειξη στοιχείων από τους χορούς των Ζεϊμπέκων. Ο κ. είναι ζωηρός, γοργός,… … Dictionary of Greek
πόλκα — Χορός με γοργό δίσημο ρυθμό, ο οποίος χορεύεται από ζευγάρια, που κάνουν ένα βήμα σε κάθε τρία μουσικά μέτρα και ένα πήδημα στο τέταρτο. Παρουσιάστηκε στη Βοημία κατά το 1830 (και το όνομά του είναι τσεχικό) και πολύ γρήγορα εισέβαλε και στην… … Dictionary of Greek
τσάμικος — Χορός της ηπειρωτικής Ελλάδας, που διαφέρει όμως κατά περιοχές: τ. της Ηπείρου, της Ρούμελης (ο κατεξοχήν τ.), της Πελοποννήσου και της βορειοδυτικής Θεσσαλίας. Άλλοτε χορεύεται με 12 και άλλοτε με 16 βασικά βήματα· εκτός από αυτά όμως υπάρχουν… … Dictionary of Greek