Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χιονάνθρωπος

  • 1 χιονάνθρωπος

    ο снежная баба

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χιονάνθρωπος

  • 2 баба

    баба ж: снежная \баба о χιονάνθρωπος
    * * *
    ж

    сне́жная ба́ба — ο χιονάνθρωπος

    Русско-греческий словарь > баба

  • 3 баба

    баба I
    ж
    1. (замужняя крестьянка) уст. ἡ χωριάτισσα, ἡ γυναίκα;
    2. презр. τό γύναιο[ν];
    3. (о мужчине) презр. ὁ γυναικωτός, ὁ μαλθακός ἀντρας;
    4. тех. ὁ κόπανος, ὁ πασσαλομπήχτης; ◊ бой; \баба ἡ ἀντρογυναϊκα, ἡ γυναικάρα; снежная \баба ὁ χιονάνθρωπος.
    баба II
    ж кул. ἡ μπαμπά (γλύκισμα).

    Русско-новогреческий словарь > баба

  • 4 баба

    θ.
    1. χωρική, χωριάτισσα (παντρεμένη). || παλ. γυναίκα αμόρφωτη, απολίτιστη,
    2. (απλ.) η σύζυγος.
    3. γυναίκα•

    вздорная баба ανόητη (άμυαλη) γυναίκα.

    4. (είρν.για άντρα αδύνατου χαρακτήρα) γυναίκα.
    5. (παλ.) βλ. бабушка.
    εκφρ.
    баба-яга – (στα ρωσ. παραμύθια) γριά μάγισσα, στρίγγλα•
    бой-баба – αποφασιστική γυναίκα, αντρογυναίκα•
    каменная баба – αρχαίο πέτρινο είδωλο•
    снежная баба – χιονάνθρωπος.
    θ.
    κόπανος, βαριό, πασσαλομπήχτης.
    θ.
    γλυκό ταψιού (μεγάλου κυλινδρικού σχήματος).

    Большой русско-греческий словарь > баба

  • 5 снежный

    επ.
    χιονώδης• χιόνινος•

    снежный покров χιονόστρωμα•

    снежный сугроб χιονοστιβάδα•

    -ая погода ο χιονιάς•

    -ые хлопья χιονονιφάδες•

    -ая баба χιονάνθρωπος•

    -ая дорога δρόμος πάνω στον πάγο.

    || χιονοσκεπής• χιονοστεφής. || χιονάτος, χιονόλευκος• χιονοειδής? -ая чистота απαστράπτουσα καθαριότητα, λαμποκοπή•

    -ая белизна ασπράδα χιονιού.

    εκφρ.
    - плугβλ. снегопах• -ая слепота εκτυφλωτικό φως του χιονιού (από την αντανάκλαση).

    Большой русско-греческий словарь > снежный

См. также в других словарях:

  • χιονάνθρωπος — ο, Ν 1. ομοίωμα ανθρώπου που συνηθίζεται να κατασκευάζουν με χιόνι τα παιδιά, για παιχνίδι, τον χειμώνα 2. φρ. «χιονάνθρωπος τών Ιμαλαΐων» υποθετικό τερατόμορφο ον τών Ιμαλαΐων στο οποίο αποδόθηκαν ορισμένα ίχνη στη ζώνη τού αιώνιου χιονιού, που… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • Κοντολέων, Μάνος — (Αθήνα 1946 –). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1922. Σπούδασε στο φυσικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως συνεργάτης της ΕΡΤ (Γ’ Πρόγραμμα), των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»