Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

χειρῶν

  • 1 Cheiron

    Χείρων, -ωνος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cheiron

  • 2 Inferior

    adj.
    P. and V. ἥσσων, χείρων, ἐνδεής (or comparative), P. καταδεέστερος, ὑποδεέστερος.
    Secondary: P. and V. ὕστερος.
    Indifferent, poor: P. and V. φαῦλος, φλαῦρος, εὐτελής, μέτριος.
    Inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), χείρων (gen.), ὕστερος (gen.).
    Be inferior (to), v.: P. and V. ἡσσᾶσθαι (gen.), λείπεσθαι (gen. or absol.) (rare P.), P. ἐλλείπειν (gen. or absol.), ὑστερεῖν (gen. or absol.), ὑστερίζειν (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inferior

  • 3 Lower

    adj.
    Inferior: P. and V. ἥσσων, χείρων.
    Lower than, inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), χείρων (gen.), ὕστερος (gen.).
    The Lower World: P. and V. οἱ κτω, οἱ κτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ νέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός.
    The place where the dead go: P. and V. ᾍδης, ὁ.
    ——————
    adv.
    Further down: Ar. κατωτέρω.
    ——————
    v. trans.
    Let down: P. and V. καθιέναι.
    Abase: P. and V. καθαιρεῖν, συστέλλειν, κολούειν; see Abase.
    Abate: P. and V. μεθιέναι, φεσθαι (gen.), νιέναι.
    Lessen: P. ἐλασσοῦν.
    Impair: P. and V. βλάπτειν, διαφθείρειν.
    Disgrace: P. and V. αἰσχνειν, καταισχύνεις
    Lower your voices: Ar. ὕφεσθε τοῦ τόνου (Vesp. 337).
    Lower your tone: met., V. ἄνες ( 2nd aor. imper. act. of ἀνιέναι), λόγον (Eur., Hel. 442).
    Lower ( sails): see Reef.
    In time of trouble methinks I should voyage with lowered sails (met.), V. ἐν κακοῖς μοι πλεῖν ὑφειμένῃ δοκεῖ (Soph., El. 335).
    Lower oneself, let oneself down: P. and V. καθιέναι ἑαυτόν, P. συγκαθιέναι ἑαυτόν, Ar. καθιμᾶν ἑαυτόν.
    met., condescend: P. συγκαθιέναι.
    V. intrans. Impend: P. and V. ἐφίστασθαι, P. ἐπικρέμασθαι, ἐπηρτῆσθαι (perf. pass. of ἐπαρτᾶν).
    Frown: Ar. ὀφρῦς συνγειν, V. ὄμματα συννεφεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lower

  • 4 выбирать

    1. (выделить, отобрать по ка-кому-л. признаку) διαλέγω, επιλέγω 2. мор. εισέλκω/παίρνω/τραβάω μέσα
    - втугую τεντώνω/εντείνω (το σχοινί/σκοινί)
    -канат σύρω/τραβώ το σχοινί (με τα χέ-ρια/διά χειρών)
    - слабину ταχύω/χαλαρώνω (το σχοινί/σκοινί)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выбирать

  • 5 нехватка

    нехватка
    ж разг ἡ ἔλλειψη [-ις], ἡ ἀνεπάρκεια:
    \нехватка рабочих рук ἡ Ελλειψη ἐργατικών χειρών· \нехватка строительных материалов ἡ ἀνεπάρκεια οἰκοδομικών ὑλικών.

    Русско-новогреческий словарь > нехватка

  • 6 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 7 Decadent

    adj.
    Inferior: P. and V. χείρων, ἥσσων, P. καταδεέστερος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Decadent

  • 8 Degenerate

    adj.
    P. and V. χείρων, κακων, P. καταδεέστερος.
    Base: Ar. and P. γεννής.
    ——————
    v. intrans.
    P. ἐκπίπτειν, ἐξίστασθαι, ἀποκλίνειν, ἐπὶ τὸ χεῖρον μεταβάλλεσθαι.
    He did not degenerate into inaction: P. οὐκ ἐπὶ τὸ ῥᾳθυμεῖν ἀπέκλινεν (Dem. 13).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Degenerate

  • 9 Encircling

    adj.
    Encircling walls: V. τειχέων περιπτυχαί, αἱ, ἀμφίβληστρα τοίχων, τά.
    Encircling arms: V. χειρῶν περιβολαί, αἱ.
    Encircling movement (in military or naval sense): P. κύκλωσις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Encircling

  • 10 May

    subs.
    P. Θαργηλιών, ὁ.
    ——————
    v. intrans.
    You may, you are allowed to: P. and V. ἔξεστί σοι (infin.), πρεστί σοι (infin.), or πρα σοι (infin.), ἔνεστί σοι (infin.).
    In wishes: see would that.
    You may be right: P. κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν (Plat., Sym. 205D).
    You may never have seen a state governed by a tyrant: P. ὑμεῖς δὲ τάχα οὐδὲ τεθέασθε τυραννουμένην πόλιν (Plat., Legg. 711A).
    This reproach may perhaps have come extorted by anger: V. ἀλλʼ ἦλθε μὲν δὴ τοῦτο τοὔνειδος τάχ’ ἄν ὀργῇ βιασθέν (Soph., O.R. 523).
    You may get you gone where you will: V. σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις (Soph., Ant. 444).
    My method may be worse or it may be better: P. ἴσως μὲν γὰρ (ὁ τρόπος) χείρων, ἴσως δὲ βελτίων ἂν εἴη (Plat., Ap. 18A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > May

  • 11 Second

    adj.
    P. and V. δεύτερος.
    Second to, inferior to: P. and V. ὕστερος (gen.), ἥσσων (gen.), χείρων (gen.).
    Second thoughts: V. ὕστεραι γνῶμαι, δεύτεραι φροντδες.
    A second time: P. and V. δεύτερον, τὸ δεύτερον; see Again.
    In the second place: see Secondly.
    At second hand, speak at second hand: V. λέγειν κλύων ἄλλων (Eur., Heracl. 847; cf. also Eur., Or. 532-533).
    Hear at second hand: V. λόγους ἄλλων κλύειν (Æsch., Pers. 266), or παρʼ ἀγγέλων ἄλλων κούειν (Soph., O.
    R. 6).
    Having Ischander to play second fiddle: P. Ἴσχανδρον ἔχων... δευτεραγωνιστήν (Dem. 344).
    Second cousin: see under Cousin.
    Second prize: P. δευτερεῖα, τά.
    ——————
    v. trans.
    Help on: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν.
    With personal object: P. and V. παρεῖναι (dat.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι, παραγίγνεσθαι (dat.), V. παραστατεῖν (dat.); see Help.
    Speak on behalf of: P. and V. συνηγορεῖν (dat.), P. συναγορεύειν (dat.), συνειπεῖν (dat. or absol.).
    They were incensed against those of the orators who had seconded the expedition: P. χαλεποὶ ἦσαν τοῖς συμπροθυμηθεῖσι τῶν ῥητόρων τὸν ἔκπλουν (Thuc. 8, 1).
    The sailors sang a hymn to second the prayers of the maiden: V. ναῦται δʼ ἐπηυφήμησαν εὐχαῖσιν κόρης παιᾶνα (Eur., I.T. 1403).
    ——————
    subs.
    See Moment.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Second

  • 12 Subordinate

    adj.
    P. ὑπηριτικός,
    Secondary: P. and V. πρεργος, V.: δεύτερος; see Secondary.
    Inferior: P. and V. ἥσσων, χείρων.
    Subject: P. and V. πήκοος, ποχείριος.
    A subordinate lieutenant: P. and V. παρχος, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Put one thing lower than another: P. ὕστερόν τι νομίζειν πρός (τι), V. ἱστναι τι ὄπισθέ τινος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Subordinate

  • 13 Worse

    adj.
    P. and V. κακων, χείρων.
    Inferior: P. and V. ἥσσων.
    Come off worse, v.; P. ἐλασσοῦσθαι; see have the worst of it, under Worst.
    My malady ever flourishes and grows worse: V. ἡ δʼ ἐμὴ νόσος ἀεὶ τέθηλε κἀπὶ μεῖζον ἔρχεται (Soph., Phil. 259).
    ——————
    adv.
    P. and V. κκιον, Ar. and P. χεῖρον.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Worse

  • 14 Youthful

    adj.
    Young: P. and V. νέος, Ar. and P. νεαλής.
    In one's prime: P. and V. ὡραῖος, ἡβῶν, V. ἀκμαῖος, χλωρός, θαλερός, Ar. and P. νεαλής.
    Of things befitting a youth: P. μειρακιώδης, νεοπρεπής, P. and V. νεανικος, νέος; see Childish.
    Youthful rashness: V. νεον θράσος (Æsch., Pers. 744).
    On your youthful shoulders: V. νεανίαις ὤμοισι (Eur, Hel. 1562).
    Youthful form: V. ἡβητὴς τύπος, ὁ (Eur., Heracl 858).
    Dragged by thousands of youthful hands: V. μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων (Eur., Bacch. 745) Play youthful pranks, v.: Ar. and P. νεανιεύεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Youthful

См. также в других словарях:

  • Χείρων — Cheiron masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρων — mcaner masc/fem nom comp sg χειρόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) χειρόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …   Dictionary of Greek

  • Χείρων' — Χείρωνα , Χείρων Cheiron masc acc sg Χείρωνι , Χείρων Cheiron masc dat sg Χείρωνε , Χείρων Cheiron masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …   Dictionary of Greek

  • χειρῶν — χείρ b. fem gen pl χειρόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) χειρόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χειρόω pres part act masc nom sg χειρόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chiron — Χείρων·Chiron (usualmente referido como Chiron y pronunciado a la latina: quirón ), es una asociación civil sin ánimo de lucro de profesores de lenguas y cultura clásicas (latín y griego) que han sido pioneros en la incorporación de los recursos… …   Wikipedia Español

  • χείρονα — χείρων mcaner neut nom/voc/acc comp pl χείρων mcaner masc/fem acc comp sg χείρων mcaner neut acc comp pl χείρων mcaner neut nom comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρους — χείρων mcaner masc/fem nom/acc comp pl χείρων mcaner masc/fem acc pl χείρων mcaner masc/fem acc comp pl χείρων mcaner masc/fem nom comp pl χειρόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χεῖρον — χείρων mcaner masc/fem voc comp sg χείρων mcaner neut nom/voc/acc comp sg χείρων mcaner neut acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρω — χείρων mcaner neut acc comp pl χείρων mcaner neut nom comp pl χείρων mcaner masc/fem acc comp sg χειρόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χειρόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»