-
1 χειροτερος
-
2 χειρότερος
η, ο (έρα, ον) худший -
3 Ο γιατρός είναι ο χειρότερος άρρωστος
• Врач – наихудший больнойИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο γιατρός είναι ο χειρότερος άρρωστος
-
4 Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος
Плохо с утра, к вечеру ещё хуже• День не задался• Если начало плохое, то и конец худойИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος
-
5 Ο χειρότερος κουφός είν' αυτός που δε θέλει ν' ακούσει
• Наихудший глухой – это тот, кто не хочет слушатьИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο χειρότερος κουφός είν' αυτός που δε θέλει ν' ακούσει
См. также в других словарях:
χειρότερος — masc nom sg χερείων mcaner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερος — η, ο / χειρότερος, τέρα, ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. φρ. α) «τόσο το … Dictionary of Greek
χειρότερος — η, ο επίρρ. α συγκριτικός του κακός 1. περισσότερο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας: Ο καιρός σήμερα είναι χειρότερος από χτες. 2. το ουδ. ως ουσ., χειρότερο χειρότερη ποιότητα, αξία, κατάσταση κ.ά.: Όποιος δε δει τα χειρότερα δε θυμάται τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτέρως — χειρότερος adverbial χειρότερος masc acc pl (doric) χερείων mcaner adverbial (epic) χερείων mcaner masc acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερον — χειρότερος masc acc sg χειρότερος neut nom/voc/acc sg χερείων mcaner masc acc sg (epic) χερείων mcaner neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέρη — χειρότερος fem nom/voc sg (epic ionic) χερείων mcaner fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέρην — χειρότερος fem acc sg (epic ionic) χερείων mcaner fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέροις — χειρότερος masc/neut dat pl χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέροισι — χειρότερος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέροισιν — χειρότερος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέρους — χειρότερος masc acc pl χερείων mcaner masc acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)