-
1 вегетативный
επ.τροφοδοτικός (των ζώων και φυτών)•-ые органы τα όργανα ανάπτυξης και τροφοδοσίας των φυτών, (ρίζα, στέλεχος, φύλλα).
εκφρ.- ое размножение – μεταμοσχευτικός πολλαπλασιασμός•- ая нервная система – το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. -
2 семенник
-а α.1. σποροθήκη φυτών.2. καρποί για σπόρους.3. κήπος φυτών για παραγωγή σπόρων.4. (ανατ.) όρχις. -
3 аблактировать
μπολιάζω (τα φυτά)-ка (способ прививки растений) το μπό-λιασμα (των φυτών), η σύμφυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аблактировать
-
4 ареал
(бот., зоол.) η περιοχή (διάδοσης/εξάπλωσης των ειδών ζώων ή φυτών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ареал
-
5 жаровыносливость
бот. η αντοχή (των φυτών) στη μεγάλη/υψηλή θερμοκρασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жаровыносливость
-
6 израстание
с.-х. η μη κανονική φύτρω-ση των φυτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > израстание
-
7 корнерезка
ο κόπτης των ριζών (φυτών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корнерезка
-
8 метизация
биол. η επιμειξία (ζώων ή φυτών για τη βελτίωση του είδους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метизация
-
9 окультуривание
с.-х. η βελτίωση, η καλυτέρευση, η καλλιέργεια (των φυτών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окультуривание
-
10 омолаживание
с.-х. το κλάδεμα των φυτών (για ανανέωση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > омолаживание
-
11 пасока
(сок из подрезов или корней растений) о χυμός των κορμών ή ριζών μερικών φυτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пасока
-
12 приживаемость
лес. η προσαρμογή των φυτών στις νέες συνθήκεςο εγκλιματισμός, η εγκλιμάτισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приживаемость
-
13 разведение
1. (разбавление, напр. раствора) η διάλυση, η αραίωση 2. (раздвигание соприкасающихся деталей) το άνοιγμα, η δημιουργία διάκενου 3. (выращивание)- кроликов η κονικλοτροφία, η κουνελοτροφία4. (выращивание растений) η καλλιέργεια (φυτών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разведение
-
14 разрастание
το μεγάλωμα, η αύξησηη προσαύξησηη μεγέθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разрастание
-
15 разряд
1. (группировка объектов) η κατηγορία, η ομάδα 2. эл. η εκκένωση, η εκφόρτιση (του ηλεκτρισμού)атмосферные - ы οι ατμοσφαιρικές παρεμβολές, τα αιμοσφαιρικά παράσιταсамостягивающийся - αυτο-συστελλόμενη - (κάτω από την επίδραση του μαγνητικού πεδίου)3. (вчт., мат) το (δυαδικό) ψηφίο 4. (степень) о βαθμός, το είδος, η κατηγορία, η τάξη 5. (электронный) η ηλεκτρονική εκκένωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разряд
-
16 рост
1. (действие) το μεγάλωμα. - растений - των φυτών 2. (увеличение в числе) η αύξησ/η 3. (усиление, укрепление) η ενίσχυση 4. (развитие, совершенствование) η ανάπτυξη, η άνοδος, η εξέλιξη, η αύξηση 5. (размеры человека или животного в высоту) το ανάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рост
-
17 светокультура
(растений) η καλλιέργεια των φυτών με τεχνητό φωτισμό (σε θερμοκήπια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светокультура
-
18 слоевище
бот. το σώμα των μαλα-κοειδών φυτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слоевище
-
19 суперэлита
(бот., с.-х.) οι σπόροι των επιλεγμένων (καλύτερων) φυτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суперэлита
-
20 тля
зоол. η ψείρα των φυτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тля
См. также в других словарях:
φυτών — place planted masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύτων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτών — ῶνος, ὁ, Α τόπος γεμάτος φυτά, κυρίως αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτ όν + επίθημα ών (πρβλ. ξεν ών)] … Dictionary of Greek
φυτῶν — φυτόν plant neut gen pl φυτός shaped by nature fem gen pl φυτός shaped by nature masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύτων — φύ̱των , φύω bring forth aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτῶνος — φυτών place planted masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύτον — Φύτων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek