-
121 фумигация
-и θ.κάπνισμα των φυτών (για απολύμανση). -
122 хлопушка
-и θ.1. μυγοσκοτώστρα.2. στρακαστρούκα, κροτίδα.3. είδος ζιζανίου των φυτών.4. αυτόματη έμφραξη σωλήνων. -
123 хлороз
-а α.1. χλόρωση (ασθένεια φυτών).2. χλωρίαση (είδος αναιμίας). -
124 цинния
-и θ.η ζιννία (γένος αγγειοσπέρμων φυτών). -
125 шпалеры
-лр πλθ. (ενκ. шпалера -ы θ.).1. χαλί τοίχου (χωρίς χνούδι).2. ταπετσαρία (χαρτί) του τοίχου.3. στηρίγματα αναρριχητικών φυτών αναδεντράδα• κληματαριά.4. δεντροστοιχίες εκατέρωθεν της οδού.5. παράταξη στρατιωτών εκατέρωθεν της οδού (σε στοίχους ή σε ζυγούς). -
126 щетинка
-и θ.1. μικρή σκληρότριχα.2. πλθ. щетинкаи οι τριχίτσες σαν όργανο αφής των εντόμων.3. η τραχεία επιφάνεια των φύλλων κ. στελεχών των φυτών.
См. также в других словарях:
φυτών — place planted masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύτων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτών — ῶνος, ὁ, Α τόπος γεμάτος φυτά, κυρίως αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτ όν + επίθημα ών (πρβλ. ξεν ών)] … Dictionary of Greek
φυτῶν — φυτόν plant neut gen pl φυτός shaped by nature fem gen pl φυτός shaped by nature masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύτων — φύ̱των , φύω bring forth aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτῶνος — φυτών place planted masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύτον — Φύτων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek