-
1 φοῖτος
φοῖτος, ὁ, das öftere, wiederholte Gehen, Kommen, das Herumirren, Herumschweifen, Umherschwärmen. – Uebertr., Wahnsinn, Raserei, Wuth, Aesch. σὺν φοίτῳ φρενῶν Spt. 643; auch bacchischer Wahnsinn, Schol. Ap. Rh. 4, 55.
-
2 φοῖτος
φοῖτος, ὁ, das öftere, wiederholte Gehen, Kommen, das Herumirren, Herumschweifen, Umherschwärmen. Übertr., Wahnsinn, Raserei, Wut; auch bacchischer Wahnsinn -
3 πτερό-φοιτος
πτερό-φοιτος, mit Flügeln gehend, ἀνάγκη, fliegend, poet. bei Plat. Phaedr. 252 c, wo Heindorf u. Bekker πτεροφύτωρ, Flügel erzeugend, vorziehen.
-
4 πυρί-φοιτος
πυρί-φοιτος, im Feuer gehend, Orph. H. 1, 33.
-
5 περί-φοιτος
περί-φοιτος, umhergehend, -schweifend, vulgivagus, Callim. 1. 19 (XII, 43. XIII, 24).
-
6 παλίμ-φοιτος
παλίμ-φοιτος, zurückgehend, sp. D.
-
7 πολύ-φοιτος
πολύ-φοιτος, viel hin- u. herschweifend, Mus. 181, ξεῖνος.
-
8 τριχό-φοιτος
τριχό-φοιτος, ἴουλος, bei Strato 9 (XII, 10), wahrscheinlich der erste jugendliche Flaum, der in männlichen Bartwuchs übergeht.
-
9 νυκτερό-φοιτος
νυκτερό-φοιτος, nächtlich, in der Nacht umhergehend, Orph. H. Dian. 6.
-
10 νυκτί-φοιτος
νυκτί-φοιτος, = νυκτερόφοιτος; ὀνείρατα, Aesch. Prom. 660; Synes.
-
11 εἰν-αλί-φοιτος
εἰν-αλί-φοιτος, im Meere wandelnd, sich bewegend, λίνα Archi. 7 (VI, 16).
-
12 νεό-φοιτος
νεό-φοιτος, eben, seit Kurzem herumgehend, auch passiv., eben betreten, erst sp. D., wie Coluth. 383, Tryphiod. 363; Ep. ad. 396 (VII, 699).
-
13 θεό-φοιτος
θεό-φοιτος, durch den Gott getrieben wandelnd, Κασσάνδρη Tryphiod. 374.
-
14 οὐρεσί-φοιτος
οὐρεσί-φοιτος, = οὐρεσιφοίτης, κρίνα, Mel. 92 (V, 144), die Berglilien; oft bei a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 17.
-
15 οὐρεό-φοιτος
οὐρεό-φοιτος, p. = ὀρεόφοιτος, die Berge durchwandelnd, in den Bergen hausend, Jacobs A. P. p. 82.
-
16 οὐρανό-φοιτος
οὐρανό-φοιτος, an dem, du Reh den Himmel wandelnd, Or. bei Lyd. de mens. 3, 7.
-
17 ὀρεσί-φοιτος
ὀρεσί-φοιτος, = ὀρείφοιτος, Phurnut. de nat. deor. c. 34.
-
18 ὀρεί-φοιτος
ὀρεί-φοιτος, Gebirge durchschweifend, Schol. Opp. Hal. 3, 386.
-
19 ὀρνεό-φοιτος
ὀρνεό-φοιτος, von Vögeln betreten, besucht, καλαμίς, Ep. ad. 175 (X, 11, Satyr.)
-
20 ἀστερό-φοιτος
ἀστερό-φοιτος, unter Sternen wandelnd, Nonn. D. 2, 262 u. öfter.
См. также в других словарях:
φοῖτος — a repeated going masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίτος — ὁ, Α 1. το να συχνάζει κανείς κάπου 2. μτφ. παραφροσύνη, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παρ. τού φοιτῶ] … Dictionary of Greek
φοιτός — ή, όν, Α μτγν. τ. τού φυτός* … Dictionary of Greek
φοῖτον — φοῖτος a repeated going masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερόφοιτος — ἡμερόφοιτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. αερό φοιτος, νυκτί φοιτος] … Dictionary of Greek
ηνεμόφοιτος — ἠνεμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται, που έρχεται διά μέσου τού ανέμου («ἠνεμόφοιτος βροντή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ήνεμος «άνεμος» + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. ομό φοιτος, υγρό φοιτος] … Dictionary of Greek
θεόφοιτος — θεόφοιτος, ον (AM) αυτός που έχει καταληφθεί από θεία μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. από φοιτος, τελειό φοιτος] … Dictionary of Greek
πυρίφοιτος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Περσεφόνης) αυτός που βρίσκεται συχνά ή συνεχώς στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φοιτος (< φοιτώ «συχνάζω»), πρβλ. αερό φοιτος, νυκτί φοιτος] … Dictionary of Greek
νεόφοιτος — νεόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου 2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου 3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φοιτος… … Dictionary of Greek
νυκτίφοιτος — νυκτίφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που περιφέρεται τη νύχτα 2. νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ορεί φοιτος) … Dictionary of Greek
ομόφοιτος — ὁμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύ φοιτος] … Dictionary of Greek