-
1 φιλό-κροτος
φιλό-κροτος, Lärm, Geräusch liebend, Beiwort des Pan, H. h. 18, 2.
-
2 φιλόκροτος
φιλό-κροτος, Lärm, Geräusch liebend, Beiwort des Pan
См. также в других словарях:
κωδωνόκροτος — κωδωνόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί σαν να είχε κουδούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + κροτος (πρβλ. φιλό κροτος, χαλκό κροτος)] … Dictionary of Greek