-
1 köhneleşme
φθορά -
2 yıpratma
φθορά, κουρέλιασμα -
3 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
4 прочность
1. (крепкость, надёжность, устойчивость) η αντοχή, η ανθεκτικότηταместная - мор. τοπική -поперечная - мор. εγκάρσια -продольная - мор. διαμήκης -2. (неподверженность переменам, определённость) η σταθερότητα, η στερεότητα, ημονιμότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прочность
-
5 заигрывание
-я ουδ.1. φθορά από το παιγνίδι•заигрывание карт φθορά των παιγνιόχαρτων αποτο παίξιμο.
2. παιχνίδισμα, αστεϊσμός, χωρατό. || ερωτοτροπία. -
6 заношенность
-и θ.φθορά από τη χρήση•-одежды φθορά της ενδυμασίας.
-
7 срыв
-а α.1. απόσπαση, βίαια αφαίρεση.2. ανατροπή, ματαίωση, χάλασμα•срыв плана ανατροπή του σχεδίου.
3. φθορά, βλάβη αχρήστευση•срыв резьбы η φθορά της έλικας (του κοχλία).
4. βλ. обрыв.5. αποτυχία (υπόθεσης).6. πτώση, πέσιμο.7. απόσπαση, αποκοπή.8. λύση, λύσιμο, αποδέσμευση, απελευθέρωση. -
8 вред
η βλάβη, η φθορά, η ζημιάморальный - юр. ηθική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вред
-
9 вызывать
1. (являться причиной) προκαλώ, προξενώ 2. (посылать вызывной сигнал, требовать явиться) καλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вызывать
-
10 выработка
1. (изготовление) η κατασκευή, η παραγωγή 2. (объём или количество продукции) η παραγωγή 3. (истощение, исчерпывание запасов) η εξάντληση 4. (износ при вращении) η φθορά, η εκτριβή 5. горн. η στοά εισόδου/αερισμού 6. (произ-водительность) η αποδοτικότηταη απόδοσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выработка
-
11 деталь
1. (изображения, чертежа) η λεπτομέρεια 2. (часть физического целого) το εξάρτημα, το τεμάχιο, το κομμάτι, το στοιχείο, το τμήμα, το μέροςвзаимосвязанные - и αλληλοσύνδετα - τα, διασυνδεδεμένα - ταкрепёжная - της στερέωσης/στή-ριξηςнесъёмные - и μόνιμα - τα (πλ.), σταθερά - τα (πλ.)переходная - η συστολή (π.χ. όταν ενώνει σωλήνες διαφορετικής διαμέτρου)3. (детали машин) (научная дисциплина) τα στοιχεία των μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деталь
-
12 изнашивание
η φθοράгидроабразивное - από το ύδωρ/νερό και την τριβήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изнашивание
-
13 изнашиваемость
η φθορά (ιδιότητα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изнашиваемость
-
14 износостойкость
η αντοχή, η αντίσταση (στη φθορά), η ανθεκτικότηταотносительная - σχετική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > износостойкость
-
15 истирание
1. (от частого употребления) η φθορά (από την τριβή) 2 (изглаживание, уничтожение) η εξαφάνιση 3. (размельчение) η τριβή, το τρίψιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > истирание
-
16 повреждение
η βλάβ/η, (ухудшение, износ) η φθοράвыявлять - βρίσκω/ανιχνεύω τη -определять место - яπροσδιορίζω/βρίσκω το σημείο της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждение
-
17 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
18 порча
(приведение в неисправность, негодность) το χάλασμα, η φθορά, η βλάβη, η αχρήστευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порча
-
19 проба
1. (испытание, проверка) η δοκιμή, το πείραμα, η δοκιμασία, η εξέταση, ο έλεγχος, η αντίδραση 2. (образец) το δείγμα 3. (количество частейдрагоценного металла, заключающееся вопределённом числе весовых долей сплава, а также клеймо, обозначающее это количество) о βαθμ/ός (των ευγενών μετάλλων)устанавливать - у προσδιορίζω το - ό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проба
-
20 разгар
1. (футеровки) η διάβρωση/φθορά της πυρίμαχης επένδυσης 2. (время самого высокого развития) το αποκορύφωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разгар
См. также в других словарях:
φθορά — φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc/acc dual φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορᾷ — φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… … Dictionary of Greek
φθορά — η 1. καταστροφή, όλεθρος, βλάβη, ζημία: Στα Δερβενάκια οι Έλληνες προξένησαν φθορά στους Τούρκους. 2. διάβρωση, τριβή από μεγάλη χρήση, φάγωμα, λιώσιμο, πάλιωμα: Το μανίκι έχει φθορά στους αγκώνες. 3. μτφ., μείωση, παρακμή, αδυνάτισμα, ξέφτισμα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθορᾶ — φθορεύς corrupter masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορᾶι — φθορᾷ , φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοράν — φθορά̱ν , φθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοράς — φθορά̱ς , φθορά destruction fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοραῖς — φθορά destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοραί — φθορά destruction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορᾶν — φθορά destruction fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)