-
81 tağyir
αλλαγή, υποκατάσταση, φθορά -
82 yıpranma
τριβή, φθορά -
83 zeval
πτώση, κατάρρευση, φθορά -
84 appauvrissement
1) εξάντληση2) εξασθένιση3) φθορά -
85 abrasion
1) αμυχή2) απόξεση3) τριβή4) φθορά -
86 attrition
1) τριβή2) φθορά -
87 decay
1) παρακμάζω2) παρακμή3) σαπίζω4) φθορά
См. также в других словарях:
φθορά — φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc/acc dual φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορᾷ — φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… … Dictionary of Greek
φθορά — η 1. καταστροφή, όλεθρος, βλάβη, ζημία: Στα Δερβενάκια οι Έλληνες προξένησαν φθορά στους Τούρκους. 2. διάβρωση, τριβή από μεγάλη χρήση, φάγωμα, λιώσιμο, πάλιωμα: Το μανίκι έχει φθορά στους αγκώνες. 3. μτφ., μείωση, παρακμή, αδυνάτισμα, ξέφτισμα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθορᾶ — φθορεύς corrupter masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορᾶι — φθορᾷ , φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοράν — φθορά̱ν , φθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοράς — φθορά̱ς , φθορά destruction fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοραῖς — φθορά destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοραί — φθορά destruction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορᾶν — φθορά destruction fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)