Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

υποθρυπτομαι

См. также в других словарях:

  • υποθρύπτομαι — και σπάν. ενεργ τ. ὑποθρύπτω Α 1. είμαι κάπως τρυφηλός ή θηλυπρεπής 2. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός 3. ενεργ. (κυρίως στη φρ.) «ὑποθρύπτω ἑαυτόν» ατονώ, εξαντλούμαι (Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θρύπτομαι «γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ὑπεθρύφθην — ὑποθρύπτομαι to be nerveless plup ind mp 3rd dual ὑποθρύπτομαι to be nerveless aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὑποθρύπτομαι to be nerveless aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθρυπτομένης — ὑποθρύπτομαι to be nerveless pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθρύπτων — ὑποθρύπτομαι to be nerveless pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτεθρυμμένου — ὑποθρύπτομαι to be nerveless perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»