-
1 Libya
Λιβύη, ἡ.A Libyan: Λίβυς, -υος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Libya
-
2 Fury
subs.P. and V. ὁρμή, ἡ.——————Ἐρινύς, -ύος, ἡ.The Furies: use also Εὐμενίδες, αἱ, Κῆρες αἱ (Eur., El. 1252).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fury
-
3 Atys
Ἄτυς, -υος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Atys
-
4 Cotys
Κότυς, -υος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cotys
-
5 Halys
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Halys
-
6 Itys
Ἴτυς, -υος, ὁ, or say, son of Tereus.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Itys
-
7 Liguria
ἡ Λιγυστική.A Ligurian: Λίγυς, -υος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Liguria
-
8 Othrys
Othrys (Mt.)Ὄθρυς, -υος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Othrys
-
9 Phorcys
Φόρκυς, -υος, ὁ, or Φόρκος, ὁ (Soph., frag.).Daughter of Phorcys: Φορκίς, -ίδος, ἡ; see Gorgon.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Phorcys
-
10 Rhadamanthus
Ῥαδάμανθυς, -υος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rhadamanthus
-
11 Tethys
Τηθύς, -ύος, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tethys
См. также в других словарях:
ὑός — ὗς the wild swine masc/fem gen sg υἱός huihus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανοβότρυς — υος, ο βοτ. σύνθετη ταξιανθία από θυσάνους (φούντες) και βότρυς (τσαμπιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + βότρυς] … Dictionary of Greek
πεντακοσιοστύς — ύος, ἡ ΜΑ άθροισμα ή ποσότητα πεντακοσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι + επίθημα (σ)τύς (πρβλ. εκατο στύς, μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντεχιλιοστύς — ύος, ἡ, Μ η αφηρημένη έννοια τού αριθμού πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + χίλιοι + επίθημα στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντηκοστύς — ύος, ἡ, Α 1. σύνολο πενήντα ομοειδών μονάδων 2. υποδιαίρεση, μονάδα τού σπαρτιατικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο ντα + κατάλ. στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πιτύμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος αρουραίων που απαντούν και στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
πλαγκτύς — ύος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + επίθημα τύς (πρβλ. οργη τύς)] … Dictionary of Greek
πληθύς — ύος, ἡ, ΜΑ πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)] … Dictionary of Greek
ποθητύς — ύος, ἡ, Α σφοδρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ με δυσερμήνευτο επίθημα ητ ύς] … Dictionary of Greek
πρακτύς — ύος, ή, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τύς (πρβλ. αρπακ τύς)] … Dictionary of Greek
πτερόμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος σκίουρων που έχουν την ικανότητα να αεροολισθαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteromys (< πτερό + μυς)] … Dictionary of Greek