-
1 Part
subs.Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λάχος, τό.Division: P. and V. μερίς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.Direction: see Direction.Part in a play: P. σχῆμα, τό.I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).In part: P. μέρος τι; see Partly.For my part: V. τοὐμὸν μέρος.I for my part: P. and V. ἔγωγε.For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τά (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.From all parts: see from every direction, under Direction.——————v. trans.Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, διιστάναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφίσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.Cut off: P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν.About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, ἀφίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρίνεσθαι.When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).Be deprived of: see under Deprive.Give: see Give.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part
-
2 Knee
subs.P. and V. γόνυ, τό.Bend the knee:. V. κάμπτειν γόνυ, or use κάμπτειν alone.They bowed their knees to earth in weariness: V. ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν (Eur., I.T. 332).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Knee
-
3 Near
adj.P. ὅμορος, P. and V. πρόσχωρος, Ar. and V. πλησίος, ἀγχιτέρμων, γείτων (rare P. as adj.), πάραυλος, or use adv.; see also Neighbouring.Close, even: P. and V. ἰσόρροπος, P. ἀντίπαλος.Short as a near way: P. and V. σύντομος.Mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.Near relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see under near, adv.Nearest ( of relationship): V. ἄγχιστος.One's nearest and dearest: P. and V. τὰ φίλτατα.Near sighted: see under Short.——————adv.P. and V. ἐγγύς, πλησίον, πέλας (rare P.), ὁμοῦ (rare P.), Ar. and V. ἆσσον, V. ἀγχοῦ (Soph., frag.), ἐγγύθεν.From near at hand: P. and V. ἐγγύθεν.Almost: see Nearly.It is impossible for the city to exact an adequate retribution or anywhere near it: P. οὐκ ἔνι τῇ πόλει δίκην ἀξίαν λαβεῖν οὐδʼ ἐγγύς (Dem. 229).Near akin to: V. ἀγχισπόρος (gen.) (Æsch., frag.).By relationship each was nearer to each than I: P. γένει ἕκαστος ἑκάστῳ μᾶλλον οἰκεῖος ἦν ἐμοῦ (Dem. 321).——————prep.P. and V. ἐγγύς (gen. or dat.), ὁμοῦ (dat.) (rare P.), πρός (dat.), ἐπί (dat.), V. πέλας (gen.), πλησίον (gen.), ἄγχι (gen.), Ar. and V. ἆσσον (gen.).Stand near, v.:P. and V. παρίστασθαι (dat. or absol.), ἐφίστασθαι (dat., or ἐπί dat., or absol.), προσίστασθαι (dat. or absol.).Be near: P. and V. πλησιάζειν (absol., or with dat.).Bring near: V. χρίμπτειν (τί τινι).Dwelling near the city, adj.: V. ἀγχίπτολις.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Near
См. также в других словарях:
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
CAPISTRUM — quô boves capistrari soliti, Hebr. Gap desc: Hebrew vel Gap desc: Hebrew Graece φιμὸς vocatur. Hinc Deuteron. c. 25. v. 4. Bovem triturantem non capistrabis, Graece οὐ φιμώσεις, redditur ab Apostolo 1. Corinth. c. 9. v. 9. Nempe inhumanum omnino … Hofmann J. Lexicon universale
αμφικαλύπτω — ἀμφικαλύπτω (Α) [καλύπτω] Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά 1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω «ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού 3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζω ΙΙ. (με αιτ. και… … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek