-
1 τοξότης
A bowman, archer, Il.11.385, A.Ag. 628, IG12.929.67, 949.79, Hdt.3.39, Th.4.28, etc.;τοὺς τ. τούς τε ἀστοὺς καὶ τοὺς ξένους IG12.79.3
;ἀτράκτων τοξόται E.Rh. 312
;τ. στρατός Pi. O.13.89
; as a device on Persian coins, Plu.Ages.15, Art.20.2 the Archer, Sagittarius, a sign in the Zodiac, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.20, Luc.VH 1.18, Ptol.Alm.8.1, Vett Val.11.3, Supp.Epigr.7.363.3 (Dura-Europus, ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξότης
-
2 τοξοποιέω
A make like a bow, arch, τ. τὰς ὀφρῦς, of a supercilious person, Ar.Lys.8, Alciphr.3.19;τὴν ὀφρὺν εἴς τινα Longus 4.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξοποιέω
См. также в других словарях:
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
ρυμουλκώ — ῥυμουλκῶ, έω, ΝΑ, και ρεμουλκώ Ν έλκω, τραβώ πλωτό ή τροχοφόρο όχημα που είναι δεμένο πίσω μου («τῶν μὲν ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) μπορώ και κατευθύνω κάποιον όπως θέλω εγώ, τόν χρησιμοποιώ κατά τη … Dictionary of Greek
τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… … Dictionary of Greek