Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τέρμα

  • 1 конец

    конец м 1) (окончание чего-либо.) το τελος \конец пути το τέρμα της πορείας* положить \конец. чему-л. βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω 2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή - в конце концов επιτέλους, τελικά
    * * *
    м

    коне́ц пути́ — το τέρμα της πορείας

    положи́ть коне́ц чему́-л. — βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω

    2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή
    ••

    в конце́ концо́в — επιτέλους, τελικά

    Русско-греческий словарь > конец

  • 2 конец

    кон||ец
    м
    1. (окончание чего-л.) τό τέλος, τό πέρας / τό τέρμα (дороги):
    \конец года τό τέλος τοῦ ἐτους· приходить к \конеццу́ φθάνω στό τέλος, φθάνω στό τέρμα· доводить до \конецца φέρνω σέ πέρας·
    2. (край) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν]· Ζ. мор. (канат) τό σχοινί, τό παλαμάρι·
    4. (расстояние, путь) ἡ ἀπόσταση [-ις], ἡ διαδρομή, τό διάστημα:
    в оба \конецод ὁ πηγαινοερμός ἐδῶ καί πίσω· ◊ положить \конец чему-л. βάζω τέλος, βάζω τέρμα σέ κάτι· и дело с \конеццо́м разг καί ξεμπερδεύουμε· \конецца нет чему́-л. δέν λεει νά τελειώσει· без \конецца ἀτέλειωτα· \конецца-кра́ю нет δέν ἔχει τελειωμό· на худой \конец разг στή χειρότερη περίπτωση· сводить \конеццы с \конеццами разг μόλις τά βγάζω πέρα, τά φέρνω βόλτα· в \конецце \конеццо́в στό τέλος τέλος, ото κάτω κάτω (τής γραφής)· и \конеццы в воду разг ὁβτε είδα, ὁὔτε ξέρω· палка о двух \конеццах δίκοπο μαχαίρι.

    Русско-новогреческий словарь > конец

  • 3 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 4 ворота

    ворота мн. 1) η αυλόπορτα, η πύλη 2) спорт, το τέρμα
    * * *
    мн.
    1) η αυλόπορτα, η πύλη
    2) спорт. το τέρμα

    Русско-греческий словарь > ворота

  • 5 гол

    гол м το τέρμα, το γκολ забить \гол βάζω γκολ
    * * *
    м
    το τέρμα, το γκολ

    заби́ть гол — βάζω γκολ

    Русско-греческий словарь > гол

  • 6 довезти

    довезти μεταφέρω (ως το τέρμα) я вас -у до... θα σας πάω μέχρι... \довезти до дому μεταφέρω ως το σπίτι
    * * *

    я вас довезу́ до... — θα σας πάω μέχρι…

    довезти́ до́ дому — μεταφέρω ως το σπίτι

    Русско-греческий словарь > довезти

  • 7 забить

    забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
    * * *
    1) καρφώνω; χώνω

    заби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο

    заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)

    2) спорт.

    заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ

    Русско-греческий словарь > забить

  • 8 конечный

    конечный τελικός' τελευταίος (последний)' \конечныйая остановка το τέρμα* \конечныйая цель о τελικός σκοπός
    * * *
    τελικός; τελευταίος ( последний)

    коне́чная остано́вка — το τέρμα

    коне́чная цель — ο τελικός σκοπός

    Русско-греческий словарь > конечный

  • 9 остановка

    остановка ж (стоянка) η στάση· το τέρμα (конечная)' \остановка автобуса η στάση λεωφορείου* со всеми \остановкаками με όλες τις στάσεις
    * * *
    ж
    ( стоянка) η στάση; το τέρμα ( конечная)

    остано́вка авто́буса — η στάση λεωφορείου

    со все́ми остано́вками — με όλες τις στάσεις

    Русско-греческий словарь > остановка

  • 10 предел

    предел м το όριο, το τέρμα· в \пределах... στα όρια...· за \пределами... πέρα από (или έξω από) τα όρια...
    * * *
    м
    το όριο, το τέρμα

    в преде́лах… — στα όρια…

    за преде́лами… — πέρα από ( или έξω από) τα όρια…

    Русско-греческий словарь > предел

  • 11 станция

    станция ж в разн. знач. о σταθμός; \станция метро о σταθμός (υπόγειου) ηλεκτρικού; конечная \станция το τέρμα
    * * *
    ж в разн. знач.
    ο σταθμός

    ста́нция метро́ — ο σταθμός (υπόγειου) ηλεκτρικού

    коне́чная ста́нция — το τέρμα

    Русско-греческий словарь > станция

  • 12 стоянка

    стоянка ж 1) η στάση, ο σταθμός· το τέρμα (конечная) \стоянка такси η στάση του ταξί; -запрещена απαγορεύεται η στάση 2): якорная \стоянка το αγκυροβόλιο, η σκάλα
    * * *
    ж
    1) η στάση, ο σταθμός; το τέρμα ( конечная)

    стоя́нка такси́ — η στάση του ταξί

    стоя́нка запрещена́ — απαγορεύεται η στάση

    2)

    я́корная стоя́нка — το αγκυροβόλιο, η σκάλα

    Русско-греческий словарь > стоянка

  • 13 финал

    финал м 1) το τέλος, το τέρμα 2) театр. муз. το φϊνάλε 3) спорт, τα τελικά, οι τελικοί (αγώνες); выйти в \финал βγαίνω στα τελικά
    * * *
    м
    1) το τέλος, το τέρμα
    2) театр., муз. φινάλε
    3) спорт. τα τελικά, οι τελικοί (αγώνες)

    вы́йти в фина́л — βγαίνω στα τελικά

    Русско-греческий словарь > финал

  • 14 финиш

    финиш м το τέρμα, ο τερματισμός
    * * *
    м
    το τέρμα, ο τερματισμός

    Русско-греческий словарь > финиш

  • 15 финишировать

    финишировать τερματίζω; \финишировать первым φτάνω στο τέρμα πρώτος
    * * *

    финиши́ровать пе́рвым — φτάνω στο τέρμα πρώτος

    Русско-греческий словарь > финишировать

  • 16 ворота

    ворота
    мн.
    1. ἡ πύλη, ἡ ἐξώπορτα, ἡ αὐλόπορτα:
    шлюзные \ворота ἡ ὑδροφρακτική θύρα· триумфальные \ворота ἡ θριαμβευτική ἀψίδα·
    2. спорт. ἡ ἐστία, τό τέρμα:
    удар Β \ворота τό σουτ στό τέρμα.

    Русско-новогреческий словарь > ворота

  • 17 ворота

    -рот πλθ.
    1. πύλη, αυλόπορτα, αμαξόπορτα, -θύρα, πυλώνας.
    2. (αθλτ.) τέρμα•

    забить мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.

    3. πύλες•

    ворота печени οι πύλες της φλέβας του συκωτιού•

    триумфальные ворота η αψίδα του θριάμβου•

    у -от города στα πρόθυρα της πόλης (πολύ κοντά στην πόλη).

    Большой русско-греческий словарь > ворота

  • 18 гол

    α.
    1. παλ. τέρμα (απ' όπου πρέπει να περάσει η ποδόσφαιρα).
    2. γκολ•

    забить один гол βάζω ένα τέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > гол

  • 19 предел

    α.
    1. όριο, σύνορο, γραμμή•

    обозначить на карте -ы области σημειώνω στο χάρτη τα όρια της περιοχής.

    || μτφ. το άκρο•

    выйти из -ов благопристойности ή приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    перейти -ы дозволенного ξεπερνώ τα όρια του επιτρεπτού•

    в -ах возможного στα όρια του δυνατού•

    доходить (дойти) до -а φτάνω στα άκρα•

    вне -ов έξω από τα όρια•

    за -ами. πέρα από τα όρια.

    2. πλθ. -ы, -ов τα σύνορα•

    расширить -ы государства μεγαλώνω τα όρια του κράτους.

    || παλ. περιοχή.
    3. το ανώτερο όριο, το έπακρο, το άκρον άωτον•

    предел упругости το ανώτατο όριο ελαστιχότητας.

    || τέλος, τέρμα•

    всякому терпению есть -η υπομονή έχει όρια•

    положить предел βάζω τέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > предел

  • 20 пресечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. пресёк
    -секла, -секло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пресеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ οριστικά, βάζω τέρμα ή τελεία και παύλα• βάζω φραγμό•

    войска -кли беспорядки τα στρατεύματα έβαλαν τέρμα στις ταραχές.

    || διακόπτω, κόβω•

    председательствующий преск его речь ο προεδερύων διέκοψε τον ομιλητή.

    2. (παλ.) εμποδίζω•

    он пресёк ему дорогу αυτός του έκοψε το δρόμο•

    пресечь сообщения с городом κόβω επικοινωνία με την πόλη.

    σταματώ, παύω, κόβομαι•

    разговор прескся η συνομιλία κόπηκε•

    голоса -клись οι φωνές έπαψαν.

    Большой русско-греческий словарь > пресечь

См. также в других словарях:

  • τέρμα — end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek

  • τέρμα — το, ατος 1. τελικό σημείο, τέλος: Τέρμα της πορείας. 2. τελικός σκοπός, προορισμός: Τέρμα των προσπαθειών μου. 3. η γραμμή όπου καταλήγει ο αγώνας δρόμου: Το τέρμα του αγώνα των 100 μ. 4. η εστία των τριών δοκών που φυλάγει ο τερματοφύλακας στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέρμ' — τέρμα , τέρμα end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερμάζω — [τέρμα] τερματίζω …   Dictionary of Greek

  • τερμάτων — τέρμα end neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμασι — τέρμα end neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμασιν — τέρμα end neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρματα — τέρμα end neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρματι — τέρμα end neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρματος — τέρμα end neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»