-
1 massacre
σφαγή -
2 řež
σφαγή -
3 vyvražďování
σφαγή -
4 slaughter
['slo:tə] 1. noun1) (the killing of people or animals in large numbers, cruelly and usually unnecessarily: Many people protested at the annual slaughter of seals.) σφαγή2) (the killing of animals for food: Methods of slaughter must be humane.) σφαγή2. verb1) (to kill (animals) for food: Thousands of cattle are slaughtered here every year.) σφάζω2) (to kill in a cruel manner, especially in large numbers.) σφαγιάζω3) (to criticize unmercifully or defeat very thoroughly: Our team absolutely slaughtered the other side.) κατακρεουργώ/κάνω με τα κρεμμυδάκια• -
5 резня
-и θ.1. σφαγή, ανθρωποσφαγή, μακελειό•резня греков и армян турками η σφαγή των Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους.
|| μαχαιροπόλεμος, μαχαιροκαβγάς.2. αγώνας,πάλη, ανταγωνισμός. -
6 закол
I.(приспособление для ловли рыбы) το ιχθυόφραγμα, η πασσάλωση με δίκτυα.II.(скота) η θανάτωση/σφαγή (των ζώων).III.горн. η ρωγμή, το ρήγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закол
-
7 убой
(скота) η σφαγή, το σφάξιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убой
-
8 бойня
бойняж1. (для убоя скота) τό σφαγείο[ν];2. перен (избиение) ἡ σφαγή, τό μακελλειό, τό αἰματοκύλισμα. -
9 заклание
закланиес ἡ θυσία; на \заклание στό θάνατο, στή σφαγή. -
10 избиенне
изби||еннес1. (побои) τό ξύλο, τό ξυλοκόπημα, ὁ ξυλοδαρμός·2. (истребление) ἡ ἐξόντωση [-ις]· ◊ \избиеннеение младенцев библ. ἡ σφαγή τῶν νηπίων. -
11 побоище
побоищес ἡ σφαγή, τό μακελλειό. -
12 расправа
расправ||аж ἡ ἐξόντωση, ἡ ἄδικη τιμωρία:кровавая \расправа ἡ σφαγή, τό μακελ-λειό· учинять \расправау ξεκάνω, ἐξοντώνω· ◊ короткая \расправа ἡ συνοπτική διαδικασία καί καταδίκη· у меня с ним короткая \расправа θά τελειώσω γρήγορα μαζύ του. -
13 резня
резняж ἡ σφαγή, τό μακελειό. -
14 убой
убойм (скота) ἡ σφαγή, τό σφάξιμο· ◊ кормить как на \убой παρατα(γ)ίζω, παχαίνω κάποιον. -
15 massacre
-
16 резня
[ριζνγιά] ουσ. θ. σφαγή -
17 убой
[ουμπόϊ] ουσ. α σφαγή -
18 резня
[ριζνγιά] ουσ θ σφαγή -
19 убой
[ουμπόϊ] ουσ α σφαγή -
20 бойня
-и θ., γεν. πλθ. боен, δοτ. бойням1. σφαγείο.2. μτφ. ανθρωποσφαγή, σφαγή, μακελλειό.
См. также в других словарях:
σφαγή — slaughter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… … Dictionary of Greek
σφαγή — η 1. κόψιμο του λαιμού, σφάξιμο. 2. αιματοχυσία, ομαδικοί φόνοι: Η σφαγή του άμαχου πληθυσμού προκάλεσε την αγανάκτηση όλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαγῇ — σφάζω slay aor subj pass 3rd sg σφαγῆι , σφαγεύς slayer masc dat sg (epic ionic) σφαγή slaughter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαγή των νηπίων — Έκφραση με την οποία η χριστιανική θρησκεία προσδιορίζει τη σφαγή μικρών παιδιών που πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ και στις γύρω περιοχές, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, έπειτα από διαταγή του Ηρώδη, με την ελπίδα ότι μεταξύ αυτών θα είναι και ο… … Dictionary of Greek
σφαγῆ — σφαγεύς slayer masc nom/voc/acc dual σφαγεύς slayer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγῆι — σφαγῇ , σφάζω slay aor subj pass 3rd sg σφαγεύς slayer masc dat sg (epic ionic) σφαγῇ , σφαγή slaughter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαῖς — σφαγή slaughter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαῖσι — σφαγή slaughter fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαῖσιν — σφαγή slaughter fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαί — σφαγή slaughter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)