-
1 Σύνοδος
Σύνοδος η1) собор верующих для единой цели;2) Синод – постоянный собор архипастырей Церкви, управляющих делами Церкви:επαρχιακή / τοπική σύνοδος — епархиальный, поместный синодЭтим.< дргр. σύνοδος < σύν (приставка со значением «вместе») + οδός «путь, дорога» -
2 σύνοδος
σύνοδος 1masc /fem nom sgσύνοδος 2assembly: fem nom sg -
3 σύνοδος
A = συνοδοιπόρος, AP7.635 (Antiphil.), Arr.Epict. 2.14.8, 3.21.5, Certamen 245, Man.5.58.------------------------------------σύνοδος (B), ἡ,A assembly, meeting, esp. for deliberation, Orac. ap. Hdt.9.43, And.1.47, Th.1.96, 119, IG42(1).68.93 (Epid., iv B.C.), etc.;ξ. Ἀχαιῶν E.Hec. 107
(anap.);σ. κώμης BGU1648.6
(ii A.D.);σ. συλλεγῆναι Hdt.9.27
; (prose decree);ἀπὸ κοινῶν ξ. βουλεύειν Th.1.97
; ἐκ τῶν ξ. Id.5.17; σ. πρὸς τῷ διαιτητῇ meeting of parties in court, D.54.29: pl., of political clubs or conspiracies, Sol.4.22, Ar.Eq. 477, Th.3.82, Pl.Tht. 173d; ἑταιρείας μὴ ποιεῖσθε μηδὲ ς. Isoc.3.54; also of private meetings or gatherings for discussion, διαλεκτικαὶ ς. Arist.Top. 159a32; of synods of the church, Cod.Just.1.1.7.12.2 national gathering, Th.3.104, Pl.Smp. 197d; αἱ ἀρχαῖαι θυσίαι καὶ ς. Arist.EN 1160a26: hence, society for festal purposes,τῶν ἐρανιστῶν IG22.1369.32
;τῶν μυστῶν SIG851.25
(Smyrna, ii A.D.);τῶν Ἀσκλαπιαστᾶν IG42(1).679
(Epid.).3 company, guild, (Delph., ii B.C.); [ συγγεωργῶν] Sammelb.7457.5,9 (ii B.C.); athletic club, OGI486.17 (Pergam., ii A.D.), 713.9 (Alexandria, iii A.D.); ἡ ἱερὰ ξυστικὴ περιπολιστικὴ.. ς. PLond.3.1178.38 (ii A.D.), cf. POxy.908.9 (ii A.D.), IG22.1350.5 = συνουσία, sexual intercourse, Arist.HA 541a31, Clearch.49, Ph.1.148, Plu.Lyc. 15, Gal.15.47.II of things, coming together, constriction, κυάνεαι σύνοδοι θαλάσσας, of the straits of the Bosporus, E.IT 393 (lyr.); ἡ σ. τοῦ πλησίον ἀλλήλων τεθῆναι the coming together resulting from juxtaposition, Pl.Phd. 97a; ἡ τῆς πιλήσεως ς. Id.Ti. 58b; ἡ τοῦ ὕδατος ς., viz. ice, ib. 61a; ὅσον διαχυτικὸν.. τῶν περὶ τὸ στόμα ς. whatever relaxes.. constriction in the organ of taste, ib. 60b;ἀναγκαῖον τῶν τοιούτων γίνεσθαι σύνοδον, ἀλλ' οὐ διὰ ψύξιν Arist. GA 764b7
; ἡ εἰς αὑτὸν ς. contraction of a muscle, Gal.UP12.8, cf. Id.4.391; ἡ σ. ἡ κατὰ [τὴν οὐσίαν] λεγομένη the union of matter and form, viz. the concrete object, Arist.Metaph. 1033b17; concourse, assemblage,παθῶν Longin.10.3
; of the parts of the foetus, Sor.2.64; combination of numbers, Theol.Ar.8;σημείων Gal.16.505
.2 Astron., conjunction,τῶν πλανήτων καὶ πρὸς αὑτοὺς καὶ πρὸς τοὺς ἀπλανεῖς Arist. Mete. 343b30
; of the sun and moon, Plu.2.269c, IG14.2126 ([place name] Rome);ἡλίου καὶ σελήνης Gal.18(2).240
;σ. ἐκλειπτικὴ σελήνης πρὸς ἥλιον Plu. Rom.12
; αἱ ς., of the times of new moon, Zeno Stoic.1.34;αἱ τῶν μηνῶν σ. ψυχραὶ διὰ τὴν τῆς σελήνης ἀπόλειψιν Arist.GA 738a20
, cf. Thphr.Sign.5, LXX De.33.14.3 Gramm., construction, A.D.Synt. 28.11, al.III incoming of revenue,χρημάτων σύνοδοι Hdt.1.64
; revenues, ἀπὸ τῶν ς. IG11(4).1217 ([place name] Delos); τῶν φερόντων τὴν σ. τοῦ Διὸς τοῦ ξενίου ib.22.1012.15 (ii B.C.); οἱ τὴν σ. φέροντες τῷ θεῷ ib.22.1326.6. (Written sunhod-, i.e. συνὁδ-, in a Latin inscr., CIL12.2519.2,3,4 (i B.C.(?)); also synhod-, ib.6, IG14.2495 ([place name] Nemausus), CIL12.3183 (ibid.), 6.10117 ([place name] Rome).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοδος
-
4 συνοδος
Iἥ1) сходка, собрание(σύνοδοι καὴ δεῖπνα Plat.)
ἀπὸ κοινῶν ξυνόδων βουλεύειν Thuc. — совещаться на общих собраниях;σ. πρὸς τῷ διαιτητῇ Dem. — одновременная явка (тяжущихся сторон) на суд;αἱ διαλεκτικαὴ σύνοδοι Arst. — собрания, посвященные обсуждениям, диспуты2) политическая группировка, партия(ἑταιρεῖαι καὴ σύνοδοι Isocr.)
3) соитие, спаривание(τῶν ἰχθύων Arst.)
4) воен. столкновение, стычка, бой Thuc., Xen., Plat.5) стык, соприкосновение, встреча, слияние(ὕδατος Plat.)
σύνοδοι θαλάσσης Eur. — суженная часть моря, т.е. Геллеспонт;αἱ περὴ τὸ στόμα σύνοδοι Plat. — соединяющиеся во рту вещества, т.е. пища, приходящая в соприкосновение с полостью рта;αἱ τῶν μηνῶν σύνοδοι Arst. — рубежи (смежных) месяцев6) астр. приближение, соединение(σελήνης πρὸς ἥλιον Plut.)
7) поступление, доход(χρημάτων σύνοδοι Her.)
8) связь, смесь, сочетание (sc. τοῦ εἴδους καὴ τῆς ὕλης Arst.)IIὅ спутник(ζωῆς καὴ θανάτου Anth.)
-
5 σύνοδος
1σύνοδος, ου, ὁ traveling companion, fellow-traveler (Manetho, Ap. 5, 58; Epict. 4, 1, 97; Anth. Pal. 7, 635, 2) fig. of pers. who are traveling the same way (here the way of love, commanded by God) IEph 9:2 (cp. 9:1).—Frisk s.v. 1 ὁδός. Sv.2σύνοδος, ου, ἡ (in var. senses: Solon, Hdt., SEG XXIX, 1183 trade assoc.; pap, LXX, Philo, Joseph Ant. 14, 257) assembly, meeting διὰ τί οὐκ ἐφάνης τῇ συνόδῳ ἡμῶν; why did you not come to our assembly? GJs 15:1 (v.l. συναγωγῇ).—M-M. -
6 σύνοδος
η1) сессия; 2) церк, синод -
7 συνοδός
ο, η1) сопровождающее лицо; 2) конвоир -
8 σύνοδος
-ου + ἡ N 2 1-1-1-0-0=3 Dt 33,14; 1 Kgs 15,13; Jer 9,1meeting 1 Kgs 15,13; assembly, conspiracy Jer 9,1; conjunction (of months) Dt 33,14 -
9 σύνοδος
[синодос] ουσ θ ассамблея, конгресс, (εχκλ.) синод. -
10 σύνοδος
--------------------------------σύν-οδος, ἡ, Zusammenkunft, Versammlung; zum Beratschlagen; ξυνόδους ποιεἶσϑαι, zusammenkommen; auch im feindlichen Sinne: Zusammentreffen. Auch das Zusammenkommen vor den Schiedsrichtern. Von leblosen Dingen: das Zusammenkommen; χρημάτων σύνοδοι, Geldeinkünfte -
11 συνοδός
abaque -
12 σύνοδος
convocationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύνοδος
-
13 Οικουμενική Σύνοδος
Οικουμενική Σύνοδος ηВселенский Собор – высший коллегиальный орган Православной Церкви, собрание высшего духовенства и представителей Православных Церквей, на котором разрабатывались и утверждались основы христианского вероучения, формировались канонические богослужебные правила, оценивались различные богословские концепции и осуждались ереси. Вселенских Соборов было семь. После разделения Церквей (1054 г.) Вселенские Соборы не проводилисьΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Οικουμενική Σύνοδος
-
14 συνόδω
σύνοδος 1masc /fem nom /voc /acc dualσύνοδος 1masc /fem gen sg (doric aeolic)σύνοδος 2assembly: fem nom /voc /acc dualσύνοδος 2assembly: fem gen sg (doric aeolic)——————σύνοδος 1masc /fem dat sgσύνοδος 2assembly: fem dat sg -
15 ξύνοδος
σύνοδος, σύνοδος 1masc /fem nom sgσύνοδος, σύνοδος 2assembly: fem nom sg -
16 συνόδοιν
σύνοδος 1masc /fem gen /dat dualσύνοδος 2assembly: fem gen /dat dual -
17 συνόδοιο
σύνοδος 1masc /fem gen sg (epic)σύνοδος 2assembly: fem gen sg (epic) -
18 συνόδοις
σύνοδος 1masc /fem dat plσύνοδος 2assembly: fem dat pl -
19 συνόδοισι
σύνοδος 1masc /fem dat pl (epic ionic aeolic)σύνοδος 2assembly: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
20 συνόδοισιν
σύνοδος 1masc /fem dat pl (epic ionic aeolic)σύνοδος 2assembly: fem dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
σύνοδος — 1 masc/fem nom sg σύνοδος 2 assembly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
συνοδός — ο, η 1. αυτός που συνοδεύει: Τον ακολουθούσαν σεμικρή απόσταση οι συνοδοί του. – Εργάζεται ως συνοδός σε σχολικό λεωφορείο. 2. το δεύτερο μέλος διπλού αστρικού συστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύνοδος — η 1. συνέλευση επισκόπων για συζήτηση εκκλησιαστικών θεμάτων και λήψη αποφάσεων: Η πρώτη οικουμενική σύνοδος έγινε στη Νίκαια. 2. το σύνολο των συνεδριάσεων της Βουλής σε ένα έτος: Ο πρόεδρος κήρυξε τη λήξη των εργασιών της πρώτης συνόδου της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τριδέντου, σύνοδος του- — Σύνοδος της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε το 1545 και τελείωσε τις εργασίες της το 1563, μετά από δύο μεγάλες διακοπές. Οι εργασίες της σ. του Τ. άρχισαν επί πάπα Παύλου Γ’, διαιρούνται δε σε 3 περιόδους. Η πρώτη (1545 47),… … Dictionary of Greek
συνοδός αστέρας — (Αστρον.). Το δεύτερο μέλος του διπλού αστρικού συστήματος. Συνήθως ο σ. είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ότι ο κύριος αστέρας, πολλές φορές όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα διάκριση ανάμεσα στον κύριο αστέρα και το σ. του, επειδή και οι δύο είναι… … Dictionary of Greek
Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… … Dictionary of Greek
Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) … Dictionary of Greek
ξύνοδος — σύνοδος , σύνοδος 1 masc/fem nom sg σύνοδος , σύνοδος 2 assembly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόδω — σύνοδος 1 masc/fem nom/voc/acc dual σύνοδος 1 masc/fem gen sg (doric aeolic) σύνοδος 2 assembly fem nom/voc/acc dual σύνοδος 2 assembly fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)