Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συνεκκομίζω

См. также в других словарях:

  • συνεκκομίζω — Α 1. μεταφέρω συγχρόνως 2. φροντίζω από κοινού την εκφορά νεκρού 3. υπομένω, υποφέρω μαζί με κάποιον («δεῑ δή με... μόχθον πικουφίζουσαν... συνεκκομίζειν σοὶ πόνους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκομίζω «μεταφέρω, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκκομιζόντων — συνεκκομίζω help to carry away pres part act masc/neut gen pl συνεκκομίζω help to carry away pres imperat act 3rd pl συνεκκομίζω help to carry away pres part act masc/neut gen pl συνεκκομίζω help to carry away pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκομισθέντα — συνεκκομίζω help to carry away aor part pass neut nom/voc/acc pl συνεκκομίζω help to carry away aor part pass masc acc sg συνεκκομίζω help to carry away aor part pass neut nom/voc/acc pl συνεκκομίζω help to carry away aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκομιζόμενος — συνεκκομίζω help to carry away pres part mp masc nom sg συνεκκομίζω help to carry away pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκομισθῇ — συνεκκομίζω help to carry away aor subj pass 3rd sg συνεκκομίζω help to carry away aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκομίζειν — συνεκκομίζω help to carry away pres inf act (attic epic) συνεκκομίζω help to carry away pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκομίζουσα — συνεκκομίζω help to carry away pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) συνεκκομίζω help to carry away pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξεκόμισε — συνεκκομίζω help to carry away aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξεκόμισ' — συνεξεκόμισα , συνεκκομίζω help to carry away aor ind act 1st sg συνεξεκόμισε , συνεκκομίζω help to carry away aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»