Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-εκκομίζω

См. также в других словарях:

  • συνεκκομίζω — Α 1. μεταφέρω συγχρόνως 2. φροντίζω από κοινού την εκφορά νεκρού 3. υπομένω, υποφέρω μαζί με κάποιον («δεῑ δή με... μόχθον πικουφίζουσαν... συνεκκομίζειν σοὶ πόνους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκομίζω «μεταφέρω, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουμπίζω — 1. διώχνω κάποιον με βάναυσο τρόπο 2. (συν. το μέσ.) ξεκουμπίζομαι παύω να ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου, απομακρύνομαι («ξεκουμπίσου γρήγορα από μπροστά μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἐξ εκόμισα, αόρ. τού ἐκκομίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»