Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συμβουλεύω

  • 1 проконсультировать

    συμβουλεύω, δίνω συμβουλή
    -ся συμβουλεύομαι, παίρνω συμβουλή

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проконсультировать

  • 2 консультировать

    консультировать συμβουλεύω, γνωματεύω
    * * *
    συμβουλεύω, γνωματεύω

    Русско-греческий словарь > консультировать

  • 3 совет

    I совет Ι м (наставление) η συμβουλή; дать \совет συμβουλεύω; следовать \советам ακολουθώ τις συμβουλές; просить \совета ζητώ συμβουλή II совет II м 1) (орган государственной власти в СССР) το σοβιέτ· Верховный Совет СССР το Ανώτατο Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ.· Совет Союза το Σοβιέτ της Ένωσης; Совет Национальностей το Σοβιέτ των Εθνοτήτων; Советы народных депутатов τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων 2) (совещательный орган) το συμβούλιο; совет министров το υπουργικό συμβούλιο; Совет Безопасности ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.· Всемирный Совет Мира το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης
    * * *
    I м
    ( наставление) η συμβουλή

    дать сове́т — συμβουλεύω

    сле́довать сове́там — ακολουθώ τις συμβουλές

    проси́ть сове́та — ζητώ συμβουλή

    II м

    Сове́ты наро́дных депута́тов — τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων

    2) ( совещательный орган) το συμβούλιο

    Сове́т мини́стров — το υπουργικό συμβούλιο

    Сове́т Безопа́сности ООН — το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.

    Всеми́рный Сове́т Ми́ра — το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης

    Русско-греческий словарь > совет

  • 4 советовать

    советовать συμβουλεύω; προτείνω (предлагать) \советоваться συμβουλεύομαι
    * * *
    συμβουλεύω; προτείνω ( предлагать)

    Русско-греческий словарь > советовать

  • 5 насоветовать

    -тую, -туешь
    ρ.σ.
    1. συμβουλεύω, δίνω συμβουλές.
    2. συμβουλεύω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > насоветовать

  • 6 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 7 консультант

    ο (ειδικός) σύμβουλος, ο γνωμοδότης
    -ировать συμβουλεύω, γνωμοδοτώ

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консультант

  • 8 наставлять

    1. (присоединить с целью удлинения) μεγαλώνω
    επιμηκύνω
    2. (советовать) συμβουλεύω, δίνω οδηγίες.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наставлять

  • 9 рекомендовать

    1. (давать отзыв, представлять кого-, что-л.) συστήνω 2. (советовать) συνιστώ, συμβουλεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рекомендовать

  • 10 учить

    1. (передавать кому-л. знания, навыки) διδάσκω, μαθαίνω 2. (наставлять, поучасть) συμβουλεύω, δασκαλεύω 3. (изучать, усваивать) μελετώ, μαθαίνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учить

  • 11 вразумить

    вразумить
    сов, вразумлять несов νουθετώ, πείθω, συμβουλεύω.

    Русско-новогреческий словарь > вразумить

  • 12 как

    как
    1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:
    \как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·
    2. нареч воскл. πῶς, τί:
    \как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·
    3. нареч относ. ὅπως, ὠς:
    я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·
    4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:
    белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·
    5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):
    всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·
    6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:
    она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό.

    Русско-новогреческий словарь > как

  • 13 наставлять

    наставлять I
    несов
    1. (ставить в большом количестве) φορτώνω, γεμίζω·
    2. (надставлять) μακραίνω:
    \наставлять платье μακραίνω τό φόρεμα·
    3. (направлять, нацеливать) κατευθύνω:
    \наставлять подзорную трубу́ κατευθύνω τή διόπτρα· ◊ \наставлять ροτέ кому́-л. βάζω κέρατα (σέ κάποιον), κερατώνω κάποιον \наставлять нос кому́-л. πιάνω κάποιον κορόϊδο.
    наставлять II
    несов (давать совет) συμβουλεύω, νουθετώ, προτρέπω· ◊ \наставлять кого-л. на путь истины κατευθύνω κάποιον στό ὀρθό δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > наставлять

  • 14 отсоветовать

    отсоветовать
    сов (кому-л. что-л.) ἀποτρέπω, δέν συμβουλεύω.

    Русско-новогреческий словарь > отсоветовать

  • 15 советовать

    советовать
    несов συμβουλεύω.

    Русско-новогреческий словарь > советовать

  • 16 увещать,

    увещ||а́ть,
    \увещать,евать несов νουθετώ, συμβουλεύω.

    Русско-новогреческий словарь > увещать,

  • 17 надоумить

    [νανταούμιτ'] ρ. συμβουλεύω

    Русско-греческий новый словарь > надоумить

  • 18 надоумить

    [νανταούμιτ'] ρ. συμβουλεύω

    Русско-греческий новый словарь > надоумить

  • 19 наставлять

    [νασταβλγιάτ'] ρ. συμβουλεύω

    Русско-греческий новый словарь > наставлять

  • 20 советовать

    [σαβιέταβατ*] ρ. συμβουλεύω

    Русско-греческий новый словарь > советовать

См. также в других словарях:

  • συμβουλεύω — advise pres subj act 1st sg συμβουλεύω advise pres ind act 1st sg συμβουλεύω advise pres subj act 1st sg συμβουλεύω advise pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλεύω — συμβουλεύω, συμβούλεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμβουλεύω — ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν 1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους… …   Dictionary of Greek

  • συμβουλεύω — συμβούλεψα, συμβουλεύτηκα, συμβουλευμένος 1. δίνω συμβουλή: Με συμβούλεψε να αποφύγω τη συνεργασία μ αυτούς τους ανθρώπους. 2. παθ., συμβουλεύομαι ζητώ συμβουλή από κάποιον: Συμβουλεύτηκε το γιατρό για τη δίαιτα που πρέπει να εφαρμόσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβουλεύετε — συμβουλεύω advise pres imperat act 2nd pl συμβουλεύω advise pres ind act 2nd pl συμβουλεύω advise pres imperat act 2nd pl συμβουλεύω advise pres ind act 2nd pl συμβουλεύω advise imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) συμβουλεύω advise imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλεύσουσι — συμβουλεύω advise aor subj act 3rd pl (epic) συμβουλεύω advise fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμβουλεύω advise fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συμβουλεύω advise aor subj act 3rd pl (epic) συμβουλεύω advise fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλεύσουσιν — συμβουλεύω advise aor subj act 3rd pl (epic) συμβουλεύω advise fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμβουλεύω advise fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συμβουλεύω advise aor subj act 3rd pl (epic) συμβουλεύω advise fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλεύσω — συμβουλεύω advise aor subj act 1st sg συμβουλεύω advise fut ind act 1st sg συμβουλεύω advise aor subj act 1st sg συμβουλεύω advise fut ind act 1st sg συμβουλεύω advise aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) συμβουλεύω advise aor ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλεύῃ — συμβουλεύω advise pres subj mp 2nd sg συμβουλεύω advise pres ind mp 2nd sg συμβουλεύω advise pres subj act 3rd sg συμβουλεύω advise pres subj mp 2nd sg συμβουλεύω advise pres ind mp 2nd sg συμβουλεύω advise pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευθέντα — συμβουλεύω advise aor part pass neut nom/voc/acc pl συμβουλεύω advise aor part pass masc acc sg συμβουλεύω advise aor part pass neut nom/voc/acc pl συμβουλεύω advise aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευομένων — συμβουλεύω advise pres part mp fem gen pl συμβουλεύω advise pres part mp masc/neut gen pl συμβουλεύω advise pres part mp fem gen pl συμβουλεύω advise pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»