-
1 маскировать
маскир||оватьнесов1. μασκαρεύω, μεταμφιέζω·2. перен συγκαλύπτω, κρύβω, καλύπτω·3. воен. καμουφλάρω, συγκαλύπτω (позицию, орудия и т. п.). -
2 завуалировать
завуалироватьсов καλύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω. -
3 замазывать
замазыватьнесов1. (закрашивать) ἀλείφω, ἐπιχρίω, μπογιατίζω·2. перен (недостатки и т. ἡ.) разг κρύβω, συγκαλύπτω, παρασιωπώ·3. (замазкой) στοκάρω, ἐπιχρίω μέ στόκο:\замазывать о́киа στοκάρω τά παράθυρα·4. (пачкать) λερώνω, λεκιάζω, πασαλείβω:\замазывать пальто́ известкой πασαλείβω τό παλτό μέ ἀσβέστη. -
4 покрывать
покрыватьнесов1. σκεπάζω, καλύπτω / κουκουλώνω (укутывать) / στεγάζω, σκεπάζω (крышей):\покрывать» голову σκεπάζω τό κεφάλι μου·2. (возмещать) καλύπτω:\покрывать расходы καλύπτω τά ἐξοδα·3. (красить) ἀλείβω, ἐπιχρίω:\покрывать лаком βερνι-κώνω· \покрывать краской μπογιατίζω, χρωματίζω· \покрывать золотом ἐπιχρυσώνω·4. (не выдавать) κρύβω, ἀποκρύπτω, συγκαλύπτω·5. (заглушать \покрывать о звуках) σκεπάζω, πνίγω·6. (расстояние) καλύπτω, διατρέχω (απόσταση)· ◊ \покрывать себя сла́вой περιβάλλομαι μέ δόξαν. -
5 прикрывать
прикрыватьнесов1. (закрывать) σκεπάζω, καλύπτω / κλεί(ν)ω. σφαλίζω, σφαλ(ν)ῶ (дверь и т. п.)·2. воен. (защищать) καλύπτω, προστατεύω:\прикрывать отход καλύπτω τήν ὑποχώρηση·3. перен (замаскировывать) σκεπάζω, κρύβω, συγκαλύπτω:\прикрывать ложь σκεπάζω τήν ψευτιά·4. (ликвидировать) разг κλείνω, διαλύω, βάζω τέλος. -
6 завуалировать
-руга, -руешь, παθ. μτχ. παρελθ. χρ. завуалированный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.καλύπτω, σκεπάζω• επισκοτίζω, επισκιάζω. || μτφ. αποκρύπτω, τηρώ μυστικό, συγκαλύπτω. -
7 замазать
ажу-ажешьρ.σ.μ.1. βάφω• αλείφω• επιχρωματίζω, επιχρείω.2. (συγ)καλύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ• κρύβω•замазать недостатки καλύπτω τις αδυναμίες•
замазать противоречия συγκαλύπτω τις αντιθέσεις.
3. βουλώνω με κολλώδη ουσία•замазать окна στοκάρω τα παράθυρα•
щели βουλώνω τις χαραμάδες.
4. λερώνω, πασαλείφω.εκφρ.замазать глаза кому – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)•замазать рот – βουλώνω το στόμα (αποστομώνω).λερώνομαι, πασαλείφομαι. -
8 затушевать
-шуга, -чиуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затушеванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. χρωματίζω με επιχρώστη, σφομιλώνω, φωτοσκιάζω.2. μτφ. σκεπάζω, συγκαλύπτω, αποκρύπτω.φωτοσκιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 крыть
крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -оρ.δ. μ.1. σκεπάζω, καλύπτω•крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.
2. επενδύω, ντύνω.3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.
5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!
6. μαλώνω, επιπλήττω.εκφρ.крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крытьнечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.κρύβομαι•в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•
что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.
|| καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.(χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι. -
10 покрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•
покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•
покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•
покрыть соломом αχυροσκεπάζω•
покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.
2. αλείφω•покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•
покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.
|| εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•
-мглой καλύπτω με σκοτάδι•
мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•
покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.
3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•-расходы καλύπτω τα έξοδα•
покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.
4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•
покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.
5. διανύω απόσταση.6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.7. μαλώνω.8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.εκφρ.покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•покрыть славой – καλύπτω με δόξα•- ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•
покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•
покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•
голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•
дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.
-
11 прикрыть
ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω. || κουπών ω•прикрыть кастрюлю крышкой κουπώνω την κατσαρόλα με το καπάκι.
2. (στρατ.) προφυλάσσω, προστατεύω•прикрыть фланг καλύπτω το πλευρό•
прикрыть отступление καλύπτω την υποχώρηση.
3. αποκρύπτω, σκόπιμα αποσιωπώ• συγκαλύπτω. || φράζω, εμποδίζω.4. κλείνω λίγο, μισοκλείνω•прикрыть дверь μισοκλείνω την πόρτα.
5. κλείνω, διαλύω•прикрыть магазин κλείνω το μαγαζί.
1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•прикрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.
2. μτφ. κρύβομαι, συγκαλύπτομαι•он хотел прикрыть хвастивыми словами αυτός ήθελε να καλυφτεί με καυχησιολογίες.
3. μισοκλείνομαι.4. κλείνω, διαλύομαι, παύω να λειτουργώ•магазин -лся το μαγαζί έκλεισε.
-
12 тушевать
-шую, -шуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушванный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ. φωτοσκιάζω, σφομιλώνω. || μτφ. σκιάζω, ρίχνω σκιά•свет -ал его лицо το φώς έρριχνε σκιά στο πρόσωπο του.
|| εξασθενίζω• μειώνω• συγκαλύπτω.1. φωτοσκιάζομαι κλπ, ρ. ενεργ. φ.2. συγχύζομαι, τα χάνω. -
13 укрыть
укрою, укроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрытый, βρ: укрыт-а, -оρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω καλά•укрыть одеялом σκεπάζω καλά με το πάπλωμα.
2. προστατεύω, προφυλάγω•от дождя προστατεύω από τη βροχή.
3. αποκρύπτω (καταζητούμενο, καταδιωκόμενο) • συγκαλύπτω.1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι καλά.2. προστατεύομαι, προφυλάγομαι.3. κρύβομαι. -
14 флёр
-а α.λεπτό και διαφανές ύφασμα. || μτφ. το θάμπος, θάμπωμα.εκφρ.накинуть (набросить) флёр на что – θολώνω, θαμπώνω, συγκαλύπτω κάτι.
См. также в других словарях:
συγκαλύπτω — cover pres subj act 1st sg συγκαλύπτω cover pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύπτω — συγκαλύπτω, συγκάλυψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκαλύπτω — ΝΜΑ [καλύπτω] 1. καλύπτω εντελώς 2. αποκρύπτω, αποσιωπώ («αποπειράθηκε να συγκαλύψει την αλήθεια») αρχ. (αμτβ.) καθιστώ κάτι ασαφές … Dictionary of Greek
συγκαλύπτω — συγκάλυψα, συγκαλύφτηκα, συγκαλυμμένος, αποκρύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φανερωθεί: Συγκάλυψαν τους ενόχους της προδοσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαλύπτετε — συγκαλύπτω cover pres imperat act 2nd pl συγκαλύπτω cover pres ind act 2nd pl συγκαλύπτω cover imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύπτῃ — συγκαλύπτω cover pres subj mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres ind mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψει — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg (epic) συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψουσι — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψουσιν — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψω — συγκαλύπτω cover aor subj act 1st sg συγκαλύπτω cover fut ind act 1st sg συγκαλύπτω cover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψῃ — συγκαλύπτω cover aor subj mid 2nd sg συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)