-
1 συγ-γνωμοσύνη
συγ-γνωμοσύνη, ἡ, = συγγνώμη, Soph. μεγάλην μὲν ἐμοὶ τούτων ϑέμενοι συγγνωμοσύνην, Trach. 1255, verzeihend.
-
2 συγγνωμοσυνη
(ῠν) ἥ прощениеσυγγνωμοσύνην τινὴ θέσθαι τινός Soph. — прощать кому-л. что-л.
1 συγ-γνωμοσύνη
συγ-γνωμοσύνη, ἡ, = συγγνώμη, Soph. μεγάλην μὲν ἐμοὶ τούτων ϑέμενοι συγγνωμοσύνην, Trach. 1255, verzeihend.
2 συγγνωμοσυνη
συγγνωμοσύνην τινὴ θέσθαι τινός Soph. — прощать кому-л. что-л.