-
1 στρατεύομαι
στρατεύω / στρατεύομαι 1. отправляться в поход; 2. служить в войсках -
2 στρατεύομαι
{гл., 7}воинствовать, воевать, служить воином. Лк. 3:14; 1Кор. 9:7; 2Кор. 10:3; 1Тим. 1:18; 2Тим. 2:4; Иак. 4:1; 1Пет. 2:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στρατεύομαι
-
3 στρατεύομαι
{гл., 7}воинствовать, воевать, служить воином. Лк. 3:14; 1Кор. 9:7; 2Кор. 10:3; 1Тим. 1:18; 2Тим. 2:4; Иак. 4:1; 1Пет. 2:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στρατεύομαι
-
4 στρατεύομαι
воен.1) призываться; подлежать воинской повинности; 2) быть мобилизованным в армию, служить в армии -
5 στρατεύομαι
воинствовать, воевать, служить воином.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στρατεύομαι
-
6 αντιστρατευομαι
-
7 στρατεύω
στρατεύω / στρατεύομαι 1. отправляться в поход; 2. служить в войсках -
8 4754
{гл., 7}воинствовать, воевать, служить воином. Лк. 3:14; 1Кор. 9:7; 2Кор. 10:3; 1Тим. 1:18; 2Тим. 2:4; Иак. 4:1; 1Пет. 2:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4754
См. также в других словарях:
στρατεύομαι — στρατεύομαι, στρατεύτηκα και στρατεύθηκα, στρατευμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρατεύομαι — στρατεύτηκα, στρατευμένος 1. καλούμαι ή υπηρετώ στο στρατό: Δε στρατεύτηκε για λόγους υγείας. – Έκανε έκκληση στα στρατευμένα παιδιά της πατρίδας. 2. «στρατευμένη τέχνη», αυτή που υπηρετεί κατά κύριο λόγο κάποιο κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό·… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατεύομαι — στρατεύω advance with an army pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek
κελευστός — κελευστός, ή, όν (Α) [κελεύω] αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ ἑκούσιος», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
υποστρατεύομαι — Α εκστρατεύω υπό τις διαταγές κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στρατεύομαι «εκστρατεύω»] … Dictionary of Greek
ԶԻՆՈՒՈՐԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0735 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ձ. στρατεύω, στρατεύομαι milito Ի զինուորութիւն գրիլ՝ մտանել. զօրական լինել. ... *Ո՞ ոք երբէք զինուորեցի իւրովք թոշակօք. ՟Ա. Կոր. ՟Թ. 7: *Ոչ ոք զինուորեալ աստէն՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)