-
1 этапный
επ.1. (στρατ.) του σταθμού, του καταλύματος•этапный комендант ο διοικητής του σταθμού.
2. του σταθμού των μεταφερομένων συλληφθέντων.3. σταδιακός, κατά στάδια.εκφρ.- ым порядком – με συνοδεία φρουράς. -
2 вокзальный
επ.τού σταθμού•вокзальный буфет μπουφές του σταθμού.
-
3 станционный
επ.του σταθμού•станционный смотритель επόπτης σταθμού.
-
4 ясельный
επ., του βρεφικού σταθμού•ясельный ребёнок παιδάκι βρεφικού σταθμού.
-
5 ёмкость
1. эл. η χωρητικότητα 2. (вместимость) η χωρητικότηταконечная - (тлф.) τελική -полная - (тлф.) πλήρης -3. (сосуд) το δοχείο 4. (конденсатор) ο συμπυκνωτήςрегулирующая - ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ёмкость
-
6 изолятор
1. (физ., эл.) о μονωτήρας, о μονωτήςорешковый - эл. καρυοειδής -2. (помещение) το απο-μονωτήριο (ιατρείο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изолятор
-
7 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
8 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
9 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
10 саркофаг
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > саркофаг
-
11 камера
камераж ί. τό κελλί[ον], ὁ θάλαμος:одиночная \камера τό κελλί καταδίκου· \камера хранения ж.-д. ἡ ἀποθήκη ἀποσκευών σιδηροδρομικού σταθμού·2. тех. ὁ ἀεροθάλαμος:фотографическая \камера ὁ σκοτεινός θάλαμος· \камера ши́ны ἡ σαμπρέλλα·3. кино ἡ μηχανή λήψης, ἡ κινηματογραφική μηχανή:телевизионная \камера ἡ μηχανή λήψης, Τηλεοράσεως. -
12 пакгауз
пакгаузм ἡ ἀποθήκη ἐμπορευμάτων:железнодорожный \пакгауз ἡ ἀποθήκη σιδη-ροδρομικοϋ σταθμού. -
13 станционный
станционныйприл τοδ σταθμοῦ. -
14 platform
['plætfo:m]1) (a raised part of a floor eg in a hall, for speakers, entertainers etc: The orchestra arranged themselves on the platform.) εξέδρα2) (the raised area between or beside the lines in a railway station: They waited on the platform for their train to arrive; The London train will leave from platform 6.) αποβάθρα(σταθμού) -
15 tuner
1) ((also piano-tuner) a person whose profession is tuning pianos.) κουρδιστής πιάνων2) (the dial on a radio etc used to tune in to the different stations.) επιλογέας σταθμού3) (a radio which is part of a stereo system.) ραδιόφωνο (ως μέρος ηχοσυστήματος) -
16 станционный
[σταντσαόννυϊ] εκ. του σταθμού -
17 станционный
[σταντσαόννυϊ] επ του σταθμού -
18 дистанционный
επ. -ая граната εγκαιροφλεγής χειροβομβίδα•-ая бомба εγκαιροφλεγής βόμβα•
-ое управление самолта η διεύθυνση αεροπλάνου χωρίς πιλότο.
|| του χώρου του σταθμού. -
19 дистанция
-и θ.1. απόσταση• διάστημα.2. σταθμός•начальник -и ο διοικητής του σταθμού, σταθμάρχης (μεταφορικών μέσων).
εκφρ.сойти с -и – παραιτούμαι (βγαίνω) από το αγώνισμα δρόμου. -
20 запасной
κ. запасныйεπ.1. εφεδρικός•-экземпляр εφεδρικό αντίτυπο•
-ые части ανταλλακτικά•
-ой выход έξοδος κινδύνου•
путь εφεδρική σιδηρ. γραμμή•
запасной ые лошади άλογα ταχυδρομικού σταθμού.
2. (στρατ.) έφεδρος, εφεδρικός. || ουσ. α. έφεδρος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταθμοῦ — σταθμάομαι measure by rule pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) σταθμόν weight neut gen sg σταθμόομαι form an estimate pres imperat mp 2nd sg σταθμόομαι form an estimate… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθμου — σταθμόω pres imperat act 2nd sg σταθμόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ραδιογωνιόμετρο — Ραδιοηλεκτρική διάταξη, που χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης από την οποία προέρχονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ενός πομπού. To Ρ., του οποίου η αρχική επινόηση ανάγεται στις αρχές του αιώνα μας, αποτελείται βασικά από ένα… … Dictionary of Greek
Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support … Wikipedia
Kraftwerk Agios Dimitrios — f2 Dampfkraftwerk Agios Dimitrios Ατμοηλεκτρικού Σταθμού (ΑΗΣ) Άγιος Δημήτριος Links der neue Block V, rechts die baugleichen Blöcke I–IV … Deutsch Wikipedia
ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… … Dictionary of Greek
Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek