-
1 тазовый
επ.1. της λεκάνης (αγγείου).2. της λεκάνης (οστό). -
2 ворота
1. (створы для запирания входа или проезда) η πύλη, η θύρα, η πόρτα* кормовые - οι πρυμνιές πόρτεςшлюзные - η υδροφρακτική θύρα λεκάνης, δεξαμενής ή νηοδόχης2. (горный проход) τα στενά 3. (морской пролив) το στενό 4. мед. οι πύλες (πλ.) 5. (в спорте) το τέρμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ворота
-
3 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
4 кость
1. анат. το οστούν, разг. το κόκκαλοлучевая - η κερκίς, η κερκίδαслоновая - το ελεφαντοστούν, το ελεφαντόδοντοтазовая - της λεκάνης, η λεκάνηтаранная - ο αστράγαλος 2 (игральная) το ζάρι, το κότσιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кость
-
5 кость
кост||ьж1. анат. τό ὀστοῦν, τό κόκκαλο:рыбья \кость τό ψαροκόκκαλο· та́зовая \кость τό ὀστοῦν τής λεκάνης· берцовая \кость τό κνημιαΐο ὁστοῦν, ἡ κνήμη· височная \кость τό κροταφικό ὁστοῦν лучевая \кость ἡ κερκίς· локтевая \кость ἡ ὠλενη·2. (игральная) τό ζάρι, ὁ κύβος, τό κότσι:игра в \костьи τό μπαρμπούτἰ игра́ть в \костьи παίζω ζάρια, παίζω μπαρμπούτι· ◊ слоновая \кость τό ἐλεφαντοκόκκαλο, τό ἐλεφα-ντοστοῦν, ὁ ἐλεφαντόδους, τό φίλντισι· промокнуть до \костьей γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· до мо́зга \костьей μέχρΓ μυελού ὀστέων, ὡς τό μεδούλι· лечь \костььми́ πέφτω νεκρός στή μάχη, σκοτώνομαι· сложить \костьи ἀφήνω τά κόκκαλα· кожа да \костьи πετσί καί κόκκαλο· язык без \костьей γλώσσα ψαλλίδι. -
6 тазовый
тазовыйприл анат. τής λεκάνης. -
7 pelvic
adjective πυελικός,της λεκάνης -
8 тазовый
[τάζαβυϊ] επ. (ανατ.) της λεκάνης -
9 тазовый
[τάζαβυϊ] επ (ανατ) της λεκάνης -
10 лоханочный
επ.του καδίσκου, της λεκάνης.
См. также в других словарях:
λεκάνης — λεκάνη dish fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ζάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Τανζανία, Α με… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Καβάλας, νομός — Νομός (2.111 τ. χλμ., 145.054 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στα Δ συνορεύει με τον νομό Σερρών, στα Β με τον νομό Δράμας, στα Α με τον νομό Ξάνθης, ενώ προς τα Ν βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος (Θρακικό πέλαγος). Ο ν.Κ.… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek