Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στάση

  • 1 στάση

    [-νς (-εως)] η
    1) забастовка, стачка;

    στάση εργασίας — кратковременное прекращение работы, кратковременная забастовка;

    κατεβαίνω σε στάση εργασίας — устраивать кратковременную забастовку;

    κηρύττω στάση εργασίας — объявлять кратковременную забастовку;

    2) восстание; мятеж; бунт;
    3) положение тела, поза;

    παίρνω στάση — принимать позу;

    στάση προσοχής — спорт., воен, стойка; — стойка смирно;

    4) позиция, поведение, отношение;

    κρατώ καλή στάση. — занимать правильную позицию; — поступать правильно;

    5) остановка разя, знач); стоянка (транспорта); привал (воен. спорт.);

    κάνω στάση — де- лать остановку;

    στάση ολίγων λεπτών — остановка на несколько минут;

    τό στράτευμα ευρίσκεται εν στάσει — войско находится на привале;

    ωρία ( — или ωριαία) στάσις — привал через каждые пятьдесят минут пути;

    6) перен. приостановка, прекращение; неподвижность, застой;

    στάση πληρωμών — прекращение платежей;

    στάση του αίματος — застой крови;

    στάση των ουρών — задержка мочи;

    7) постоянство, твёрдость;

    δεν έχει στάση στίς γνώμες του — у него нет постоянства во взглядах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στάση

  • 2 στάση

    [стаей]end ουσ. Θ. положение, поза, остановка, приостановка.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στάση

  • 3 στάση

    [стаей] ουσ θ положение, поза, остановка, приостановка.

    Эллино-русский словарь > στάση

  • 4 αναμονή

    η
    1) ожидание, выжидание;

    εν αναμονη — в ожидании;

    αίθουσα αναμονής — зал ожидания;

    τηρώ στάση αναμονής — занимать выжидательную позицию;

    2) воен, нахождение на выжидательных позициях;
    3) мор., ком. обязательный срок для разгрузки и погрузки судов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναμονή

  • 5 απότομος

    η, ο [ος, ον ]
    1) крутой, обрывистый;

    απότομη ακτή — обрывистый берег;

    2) резкий; внезапный;

    απότομες κινήσεις — резкие движения;

    απότομη στάση — а) внезапная, неожиданная остановка; — б) резкое торможение;

    απότομη μεταβολή τού καιρού — резкая перемена погоды;

    3) перен. резкий, грубый; оскорбительный;

    απότομος άνθρωπος — грубый человек

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απότομος

  • 6 αρνητικός

    η, ό[ν] в рази. знач отрицательный;

    αρνητικο( αριθμοί — отрицательные числа;

    αρνητικά ποσά — отрицательные величины;

    αρνητικά μόρια — грам, отрицательные частицы;

    κρατώ αρνητική στάση — отрицательно относиться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρνητικός

  • 7 ιπποτικός

    η, ό[ν] рыцарский (тж. перен.);

    τηρώ ιπποτική στάση — вести себя по-рыцарски

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιπποτικός

  • 8 παθητικός

    η, ό[ν]
    1) патетический, полный пафоса; 2) фин., перен. пассивный;

    παθητικό υπόλοιπο — пассивное сальдо;

    τηρώ παθητική στάση — занимать пассивную позицию; — вести себя пассивно;

    3) пристрастный; злобный, злопамятный;
    4) грам. страдательный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παθητικός

  • 9 παραδειγματικούς

    η, ό[ν]
    1) примерный, образцовый;

    παραδειγματικούςή διαγωγή — образцовое, примерное поведение;

    κρατώ παραδειγματικούςή στάση — вести себя безупречно;

    2) примерный, служащий примером, назиданием;

    παραδειγματικούςή τιμωρία — примерное наказание

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραδειγματικούς

  • 10 περιφρονητικός

    η, ό[ν] презрительный, пренебрежительный;

    περιφρονητική συμπεριφορά ( — или στάση) — пренебрежительное отношение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιφρονητικός

  • 11 πρόθ.

    με γεν., αιτιατ. до, перед; раньше;

    πρόθ. την συγκέντρωση — до собрания, перед собранием;

    πρόθ. δέκα χρόνια — десять лет тому назад;

    μιά στάση πρόθ. το τέρμα — предпоследняя остановка (транспорта);

    πρόθ. της ώρας τού ΰπνου — до сна;

    πρόθ. του πολέμου — до войны;

    πρόθ. την ώρα — или πρόθ. της ώρας — раньше времени, прежде времени; — преждевременно;

    πρόθ. από... — до..., перед...;

    μιά μέρα πρόθ. από... — за день до...;

    πρόθ. από πολλά χρόνια — много лет тому назад;

    πρόθ. από την αυγή — до зари;

    πρόθ. από σένα — раньше тебя;

    πρόθ. απ' όλα — прежде всего;

    4. (о, η, τό) предыдущее; прежнее; прошлое;

    μην κοιτάζεις τα πρόθ. — не смотри на прежнее;

    τον πρόθ. το μήνα είχαμε τον τρύγο — в прошлом месяце у нас был сбор винограда;

    από τα πρόθ. — предварительно, заранее

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόθ.

  • 12 προκλητικός

    η, ό[ν]
    1) вызывающий, дерзкий;

    προκλητική στάση — вызывающее поведение;

    2) провокационный, провокаторский;
    3) аппетитный, привлекательный (о женщине)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προκλητικός

  • 13 σθεναρός

    η, ό[ν]
    1) сильный, мощный, крепкий;

    σθεναρό χέρι — крепкая рука;

    2) смелый, отважный, храбрый;

    σθεναρή στάση — смелая позиция

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σθεναρός

  • 14 σιάξιμο

    το, στάση η, στάσιμο τό, σ(ι)ασμός ο
    1) выравнивание; 2) устраивание; улаживание, налаживание; исправление, улучшение; благополучное завершение; 3) приведение в порядок; уборка; 4) ремонт, исправление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σιάξιμο

  • 15 στιγματίζω

    μετ.
    1) крапать, наносить крап; 2) перен. пригвоздить к позорному столбу, клеймить позором; решительно осуждать;

    στιγματίζω την στάση κάποιου — решительно осуждать чью-л. позицию;

    3) делать татуировку, татуировать;
    4) выжигать тавро

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στιγματίζω

  • 16 συνεπής

    ης, ες последовательный;

    συνεπής θέση ( — или στάση) — последовательная позиция;

    δεν φαίνομαι συνεπής σε... — оказаться непоследовательным в...;

    είμαι συνεπής στίς υποσχέσεις μου — держать своё слово

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνεπής

  • 17 τραμ

    το άκλ. трамвай;

    παίρνω το τραμ — садиться на трамвай;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τραμ

  • 18 χαλαρός

    η, ό [ά, όν ]
    1) слабый, свободный, плохо натянутый, ослабленный (о верёвке и т. п.); отпущенный (о поводьях и т.п.); 2) прям., перен. зыбкий, шаткий; неустойчивый;

    χαλαρός δεσμός — а) слабый узел; — б) некрепкая связь;

    χαλαρή στάση — шаткая позиция;

    3) рыхлый (о теле); дряблый, вялый, отвислый, обвислый (о коже и т. п.);

    γίνομαι χαλαρόςобвисать (о,щеках и т.п.);

    4) перен. расхлябанный, распущенный;

    χαλαρά ήθη — распущенность

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαλαρός

См. также в других словарях:

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • στάση — η 1. θέση του σώματος: Δεν πήρες καλή στάση. 2. σταμάτημα και ο τόπος όπου γίνεται αυτό: Δεν κάνει πολλές στάσεις το λεωφορείο. – Θα κατέβω στην επόμενη στάση. 3. εξέγερση εναντίον μιας έννομης τάξης, ανταρσία: Κατέπνιξαν τη στάση στο αίμα. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στασῇ — στᾱσῇ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσῃ — στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor part act fem dat sg (attic epic ionic) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκα, στάση του- — Στάση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού (532), με βασική αιτία τη δυσφορία του πληθυσμού εναντίον της διοίκησης και ιδιαίτερα εναντίον της οικονομικής πολιτικής του μισητού υπουργού Ιωάννη Καππαδόκη. Η στάση, που ονομάστηκε έτσι… …   Dictionary of Greek

  • απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»