-
21 бездонный
επ. (κυρλξ. κ. μτφ.)απύθμενος, άπατος. || απέραντος, ατέρμονάς, αχανής.εκφρ.- ая бочка – α) τρυποχουλιάρα, καταβόθρα (για μέθυσσο)• β) πολυέξοδος, πολυδάπανος, χαλαστής, σπάταλος. -
22 бесхозяйственный
επ., βρ: -вен, -венна, -венноανοικοκύρευτος, ανοικονόμητος, σπάταλος. -
23 блудный
-
24 мот
-а α.σπάταλος, χαλαστής, σκορποχέρης, ξοδιαστής, διασπαθιστής. -
25 мотоватый
επ.-ват, -а, -оσπάταλος, χαλαστής, πολυδάπανος, πολυέξοδος. -
26 мотовской
επ.σπάταλος, άσωτος•мотовской образ жизни άσωτη ζωή.
-
27 прожигатель
-я α.-ница, -ы θ., σπάταλος, -η, σκορποχέρης, -α, ξοδιαστής, -ιάστρα. -
28 расточитель
-я α. -ница, -ы θ.σπάταλος, -η, ξοδιαστής, σκορποχέρης• γενναιόδωρος. -
29 расточительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; σπάταλος, ξοδιαστής, άσωτος, αφανιστής• δι-ασπαθιστής. -
30 транжир
-а α. κ. транжира-ы α. κ. θ.σπάταλος, -η, ξοδιαστής, -ιάστρα. -
31 dépensier
1) σπάταλος2) άσωτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπάταλος — wanton masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάταλος — η, ο / σπάταλος, ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, ή, όν, Α αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν τού μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
σπάταλος — η, ο επίρρ. α αυτός που ξοδεύει αλόγιστα: Είναι πολύ σπάταλος και δε μένουν ποτέ χρήματα πάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπάταλον — σπάταλος wanton masc/fem acc sg σπάταλος wanton neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάταλοι — σπάταλος wanton masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδάπανος — η, ο / πολυδάπανος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
απλοχέρης, -α, -ικο — και απλόχερος, η, ο επίρρ. απλόχερα ανοιχτοχέρης, σπάταλος: Ήταν άνθρωπος απλοχέρης, όχι όμως σπάταλος. Ουσ., απλοχεριά, η το να είναι κανείς απλοχέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… … Dictionary of Greek
αδιάχυτος — η, ο (Α ἀδιάχυτος, ον) [διαχέω] αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εξωτερικεύεται αρχ. 1. που δεν μαλακώνει με το ψήσιμο 2. αδιάλυτος, ασκόρπιστος 3. (για πρόσωπα) ο μη σπάταλος ή άσωτος 4. (για ύφος λόγου) περιεκτικός, πυκνός 5. το ουδ. ως ουσ. τό… … Dictionary of Greek
αλευροσκόρπης — ο (θηλ. ού) άσωτος, σπάταλος, σκορπαλευράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + σκορπώ] … Dictionary of Greek
ανεμιστής — ο 1. αυτός που ανεμίζει το σιτάρι, ο λιχνιστής 2. όποιος εξανεμίζει την περιουσία του, ο σπάταλος 3. στρογγυλή τρύπα σε πόρτα ή παράθυρο με ακτινωτό δίσκο που περιστρέφεται από τον άνεμο για εξαερισμό … Dictionary of Greek