-
1 σκινίς
См. также в других словарях:
σκινίς — ίδος, ἡ, Α (δ. αν.) βλ. σκιαινίς … Dictionary of Greek
σκίαινα — η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, ίδος, Α νεοελλ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού… … Dictionary of Greek
σκινδάριον — τὸ, Α είδος άγνωστου ιχθύος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. μαρτυρείται στη δοτ. πληθ. σκινδαρίοις και, κατά μία άποψη, ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *σκινιδάριον, υποκορ. τού τ. σκινίς, παράλληλου τ. τού σκιαινίς (βλ. λ. σκίαινα)] … Dictionary of Greek