Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σκιαγραφώ

См. также в других словарях:

  • σκιαγραφώ — σκιαγραφῶ, έω, ΝΑ, και σκιογραφῶ Α [σκιαγράφος] 1. εικονίζω κάποιον ή κάτι με φωτοσκιάσεις ή με τις κυριότερες γραμμές του, σκαριφώ, σκιτσάρω («τὰ πόρρωθεν... φαινόμενα... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα», Πλάτ.) 2. περιγράφω κάτι σε γενικές γραμμές αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σκιαγραφώ — σκιαγραφώ, σκιαγράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκιαγραφώ — σκιαγράφησα 1. περιγράφω ή αφηγούμαι κάτι σε γενικές γραμμές: Σκιαγράφησε με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά αυτού του προσώπου. 2. απεικονίζω πρόχειρα με γραμμές μόνο ένα αντικείμενο, σκιτσάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιαγραφῶ — σκιᾱγραφῶ , σκιαγραφέω paint with the shadows pres subj act 1st sg (attic epic doric) σκιᾱγραφῶ , σκιαγραφέω paint with the shadows pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκιαγραφώ — έω, Α σκιαγραφώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκιαγραφῶ] …   Dictionary of Greek

  • αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] …   Dictionary of Greek

  • ασκιαγράφητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει απεικονιστεί με σκιαγραφία 2. εκείνος για τον οποίο δεν έχει γίνει σύντομη περιγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαγραφώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… …   Dictionary of Greek

  • προσχιδεύομαι — Μ σχεδιάζω, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προ * + λατ. scida / scheda «σχέδη, πινακίδα, φύλλο, σελίδα»] …   Dictionary of Greek

  • σκιάγραμμα — το, Ν [σκιαγραφώ] το σκιαγράφημα …   Dictionary of Greek

  • σκιαγράφημα — το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α [σκιαγραφώ] 1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις 2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο νεοελλ. 1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία 2. (μαθ. φυσ.) το προϊόν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»