-
1 ébaucher
σκιαγραφώ -
2 načrtnout
σκιαγραφώ -
3 nastínit
σκιαγραφώ -
4 skicovat
σκιαγραφώ -
5 delineate
σκιαγραφώ -
6 naszkicować
σκιαγραφώ -
7 szkicować
σκιαγραφώ -
8 zarysowywać
σκιαγραφώ -
9 зарисовка
(рисунок) η σκιαγραφία, το σκίτσο- ывать σκιτσάρω, σχεδιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарисовка
-
10 штрих
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штрих
-
11 зарисовывать
зарис||овыватьнесов σκιτσάρω, σχεδιάζω, σκιαγραφώ. -
12 набросок
набросокм τό προσχεδίασμα, τό προ-σχέδιο[ν], τό σκαρίφημα:карандашный \набросок σκιαγράφημα μέ τό μολύβι· \набросок романа τό προσχέδιο μυθιστορήματος· сделать \набросок σκιαγραφώ, κάνω πρόχειρο σχέδιο. -
13 обрисовывать
обрисовыватьнесов1. σκιαγραφώ, σκαριφῶ, σκιτσάρω·2. (характеризовать) χαρακτηρίζω / ἀπεικονίζω, περιγράφω (описывать). -
14 очерчивать
очерчиватьнесов1. διαγράφω,1 ὑπογραμμίζω·2. (описывать в общих чертах) σχεδιάζω, σχεδιογραφώ, σκιαγραφώ. -
15 штриховать
штрих||оватьнесов σκιαγραφώ, σκιτσάρω. -
16 outline
1. noun1) (the line forming, or showing, the outer edge of something: He drew the outline of the face first, then added the features.) περίγραμμα2) (a short description of the main details of a plan etc: Don't tell me the whole story, just give me an outline.) σκιαγράφημα,γενικό διάγραμμα,περίληψη2. verb(to draw or give the outline of.) σκιαγραφώ -
17 rough out
(to draw or explain roughly: I roughed out a diagram; He roughed out his plan.) σκιαγραφώ -
18 обрисовывать
[αμπρισόβυβατ'] ρ. σκιαγραφώ -
19 обрисовывать
[αμπρισόβυβατ'] ρ σκιαγραφώ -
20 зарисовать
-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зарисованный, βρ: -ван, -а, -о.1. ιχνογραφώ, σχεδιάζω, σκιτσάρω, σκιαγραφώ.2. γεμίζω με σκίτσα, σχεδία, ιχνογραφήματα.1. διαγράφομαι, διακρίνομαι., ξεχωρίζω, φαίνομαι.2. ξεχνιέμαι σχεδιάζοντας, με τραβά το σχεδίασμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκιαγραφώ — σκιαγραφῶ, έω, ΝΑ, και σκιογραφῶ Α [σκιαγράφος] 1. εικονίζω κάποιον ή κάτι με φωτοσκιάσεις ή με τις κυριότερες γραμμές του, σκαριφώ, σκιτσάρω («τὰ πόρρωθεν... φαινόμενα... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα», Πλάτ.) 2. περιγράφω κάτι σε γενικές γραμμές αρχ.… … Dictionary of Greek
σκιαγραφώ — σκιαγραφώ, σκιαγράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκιαγραφώ — σκιαγράφησα 1. περιγράφω ή αφηγούμαι κάτι σε γενικές γραμμές: Σκιαγράφησε με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά αυτού του προσώπου. 2. απεικονίζω πρόχειρα με γραμμές μόνο ένα αντικείμενο, σκιτσάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιαγραφῶ — σκιᾱγραφῶ , σκιαγραφέω paint with the shadows pres subj act 1st sg (attic epic doric) σκιᾱγραφῶ , σκιαγραφέω paint with the shadows pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκιαγραφώ — έω, Α σκιαγραφώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκιαγραφῶ] … Dictionary of Greek
αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] … Dictionary of Greek
ασκιαγράφητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει απεικονιστεί με σκιαγραφία 2. εκείνος για τον οποίο δεν έχει γίνει σύντομη περιγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαγραφώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… … Dictionary of Greek
προσχιδεύομαι — Μ σχεδιάζω, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προ * + λατ. scida / scheda «σχέδη, πινακίδα, φύλλο, σελίδα»] … Dictionary of Greek
σκιάγραμμα — το, Ν [σκιαγραφώ] το σκιαγράφημα … Dictionary of Greek
σκιαγράφημα — το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α [σκιαγραφώ] 1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις 2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο νεοελλ. 1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία 2. (μαθ. φυσ.) το προϊόν … Dictionary of Greek